Η συνεργασία των Thomas Meluch (γνωστό με το ψευδώνυμο Benoit Pioulard) και Rafael Anton Isrisarri το Φεβρουάριο του 2012 γέννησε ένα δίσκο που μας παρέσυρε. Το ντεμπούτο τους με το ομώνυμο Orcas δεν γινόταν να μην εξελιχθεί. Το νέο μου ακούστηκε σαν πρωταπριλιάτικο αστείο φέτος με το release του νέου τους album Yearling υπό την σκέπη της Morr Music. Προπομπός του οποίου ήταν το release του single “Infinite Stillness”.
Τους Orcas τους γνώρισα μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας πάνω σε ένα στρώμα, κουκουλωμένος μέχρι τη μύτη. Ήταν αυτό που έπαιζε σε repeat καθώς έκλειναν τα μάτια και ετοιμαζόταν η σκέψη να βυθιστεί στον ονειρικό κόσμο. Σ’ αυτόν που ο καθένας δημιουργεί, θέτει δικούς του κανόνες, νιώθει, υπάρχει και παίρνει συντροφιά του ότι και όποιον θέλει. Δεν ξέρω ακόμα αν ήταν η συγκυρία, το τότε παρόν που έσβησε και έγινε πια παρελθόν, ή η ακατανίκητη έλξη και το βάθος της φωνής του Pioulard που με έκανε να τους λατρέψω από τα πρώτα δευτερόλεπτα. Λένε η πρώτη πάντα εντύπωση, όπως και η απλούστερη προσέγγιση σε ένα μαθηματικό πρόβλημα, τείνει να είναι η σωστότερη. Μια ενστικτώδη πίστη που πάντα θα χωρά μέσα της αμφιβολία και φόβο, γιατί η λογική δεν συγχωρεί το ένστικτο και αντίστροφα. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με το πρώτο κομμάτι του δίσκου. Το “Petrichor” οριοθετεί και αποκαλύπτει μοτίβα, συνήθειες και θέτει βάσεις. Χώρο και σκηνικό για να ξεδιπλωθεί η μουσική, να αγκαλιάσει με τη σειρά της φωνή και να συνυπάρξουν σε μυαλό που επικρατεί σιωπή.
Τα επόμενα “Infinite Stillness” και “Half Light” απέχουν από το στυλ των Orcas μουσικά. Γεμάτα χρώματα που ξεθωριάζουν μέσα στη φωνή του Pioulard που μοιάζει να έρχεται από την κλίμακα του γκρι. Αυτό το μαύρο – άσπρο που δεν είναι τίποτα από τα δύο, δεν μπορείς να το ερμηνεύσεις, να το εξηγήσεις. Που δεν καταλαβαίνεις αν είναι θερμό ή ψυχρό. Λογικό ή παράλογο. Δίκαιο ή άδικο. Είναι κάτι και από τα δύο, κάτι που ισορροπεί τη ζυγαριά. Γιατί το ζητούμενο τελικά είναι αυτή η μαγική ισορροπία. Αρετή που θαυμάζεις βλέποντας ένα τρελό να περπατάει πάνω σε τεντωμένο σχοινί και σε κάθε του βήμα, σε κάθε ταλάντωση του σχοινιού να απορυθμίζεται η καρδιά σου και να χτυπάει σαν τρελή. Κάτι που μοιάζει με συναίσθημα που ξεχάστηκε. Κάτι που δεν θέλεις πια να ζήσεις μα το εύχεσαι να συμβεί πάλι.
Η απουσία της ζωντάνιας είναι αισθητή στο “Selah” και στο “Tell”. Δημιουργούν μια ατμόσφαιρα θολή και ομιχλώδη που κάνουν τη φωνή να πάει ένα βήμα πίσω. Να υποχωρήσει στο παρασκήνιο. Να γίνει ψίθυρος και οδηγός. Ο παρακινητής που ονομάζουμε συνείδηση. Αυτή η εσωτερικότητα είναι που προβάλλει την ανθρώπινη φύση περισσότερο από κάθε τι, την εξυψώνει και την καταβαραθρώνει παράλληλα. Εύθραυστη σαν γυαλί και δυνατή σαν ατσάλι. Αυτή η πολυμορφικότητα της είναι και η μαγεία της. Να μην ξέρεις πότε θα μεταμορφωθεί από καθαρό κρύσταλλο σε θολό νερό σε βάλτο.
Τα “Capillaries” και “An Absolute” είναι πιο κοντά στο ύφος των Orcas, βαθιά ατμοσφαιρικά με ambient στοιχεία να δημιουργούν μια ωκεανική εικόνα. Ο ήχος ξαφνικά γίνεται υγρός και βαθύς. Κομμάτια που αναδεικνύει φωνητικά ο Pioulard για τον απλούστατο λόγο ότι είναι ακριβώς μέσα τους. Ένα μοτίβο τόσο γνώριμο και ασφαλές που σε καλεί να βουτήξεις μέσα του και απλά να χαθείς, να σιωπάσουν όλα. Μελωδικά και ταξιδιάρικα κομμάτια που σου δημιουργούν εικόνες από μαύρο – άσπρο. Κάτι αόριστο που δεν έχει ακόμα πάρει μορφή. Άγνωστο, μυστήριο και επικίνδυνο μαζί, μα συνάμα άκρως γοητευτικό. Σαν ανάμνηση που περιμένει να φτιαχτεί. Καραδοκεί στο υπερπέραν να εισβάλει στη ζωή σαν στιγμή. Γιατί μερικές στιγμές είναι τόσο αγνές, σημαντικές και καθαρές που γίνονται αναμνήσεις την ώρα που συμβαίνουν. Όπως κάποιες μουσικές σου σκάνε κύματα εικόνων, γεύσεων, αρωμάτων, υφών.
Το “Filament”, προτελευταίο σε σειρά κομμάτι στο δίσκο, είναι το πιο ξεχωριστό. Σπασμένοι drone ήχοι, μελωδία που μοιάζει με επικήδειο, παράσιτα και θόρυβος σαν ακούς βινύλιο από ταλαιπωρημένη βελόνα ή μπουκωμένα, σχεδόν καμένα ηχεία, και η φωνή που σε προσκαλεί στην άβυσσο. Που με το που τ’ ακούς το μόνο που γεμίζει το μυαλό είναι τελείες. Αποσιωπητικά βαλμένα στο κενό και την απουσία σκέψης και δράσης. Ένα τέλος που δεν ξέρεις πότε θα τελειώσει. Βλέπεις και νιώθεις την αρχή του, το διανύεις και το βιώνεις μα δεν μπορεί κανείς να σου πει που τελειώνει. Κάθε πράγμα έχει αρχή, μέση και τέλος. Έτσι και το ίδιο το τέλος οφείλει, χάρην ισορροπίας και τάξης, να αποτελείται από αυτά τα τρία στάδια. Αυτό το θολό γκρίζο τοπίο που υπάρχει μετά το τέλος του τέλους που δεν θες να συναντήσεις, να βρεθείς. Αγωνία, απογοήτευση, πόνος, θλίψη, στάχτη και θρύψαλα σπασμένων αναμνήσεων από μια ζωή που φεύγει μα ήθελες τόσο να παλέψεις να κρατήσεις. Αυτό είναι το “Filament”, το ταξίδι του τέλους. Η διαδρομή και εμπειρία του.
Για επίλογο το “Tell”, ένα από τα ορχηστρικά κομμάτια του album και τα πιο θολά. Δεν έρχεται να κλείσει τίποτα, γιατί το άκουσμα του δίσκου ολόκληρου είναι μια διαδρομή που συνεχίζεται και μετά. Πέφτουν κι άλλες τελείες. Κι άλλα αποσιωπητικά μέχρι τη γραμμή του ορίζοντα και ίσως ακόμα και εκεί όταν φτάσεις να συνεχίζουν πάλι. Ίσως μέχρι το άπειρο ή ίσως να διαγράφουν κύκλο πάλι, που από το πολύ χάιδεμα να έγινε φαύλος, ένας ατέρμονας βρόχος που δεν έχει λύσει, δεν έχει έξοδο. Drone και ambient στοιχεία με μία downtempo διάθεση να οξύνουν τη διαδρομή προς ένα τέλος που δεν έρχεται, που δεν θέλεις να έρθει. Και όσο ταξιδεύεις, όσο διανύεις αποστάσεις τόσο θολή σου γίνεται η αρχή που πια ξεχάστηκε. Μόνο η διαδρομή στη μέση του τέλους υπάρχει και την περπατάμε τελεία με τελεία με συντροφιά τους Orcas και την τελευταία τους έξοχη δουλεία.
Ανδρίτσος Γιώργος