Είναι στιγμές που το να περιγράψεις αυτό που ακούς φαντάζει μια απείρως δύσκολη αποστολή, όσα λογικά άλματα και ποιητικούς παιχνιδισμούς και αν αναλογιστείς να χρησιμοποιήσεις. Είναι σαν να στέκεσαι απέναντι σε κάτι που δεν αναγνωρίζεις πως ανήκει σε αυτόν τον κόσμο. Η μουσική του Tim συχνά βγαίνει ως αφαίρεση και κλωθογυρίζει σε άγνωστα τοπία, κάνοντας στο τέλος να φαντάζει η ίδια ακόμη πιο ανεξήγητη από ό, τι φάνταζε στην αρχή. Ο έβδομος προσωπικός του δίσκος είναι άλλη μια τρανή απόδειξη αυτού.
Θολώνοντας τις γραμμές, ο δημιουργός είχε δηλώσει πως με το Virgins θα μας επιφύλασσε έναν πιο ήπιο τόνο, αλλά τελικά, αν και λείπουν σε ένα βαθμό τα drone στοιχεία, η μουσική του ίσως γίνεται ακόμη πιο δυσνόητη από ό, τι ήταν πριν. Με ένα βασικό μελωδικό (;) θέμα που θυμίζει σαντούρι να παίζει στους ρυθμούς των σταγόνων μιας βροχής που πέφτει σε αλουμινένιο στέγαστρο κάπου σε μια πόλη κάποιας υπαίθρου, απλώνει ολόγυρα του στοιχειωμένες ατμόσφαιρες που αιχμαλωτίζουν όπως η μυρωδιά του φρεσκοβρεγμένου χώματος. Αυτήν την φορά υπάρχει μια ορχήστρα μουσικών για να εκφράσει αυτό που συμβαίνει στο μυαλό του συνθέτη, γεγονός το οποίο δεν είναι και τόσο εμφανές καθώς ήχοι ανακατεύονται με σιωπές, παρτιτούρες στέκουν σαν να αποτελούν εντολές κενού νοήματος και οι δυο όροι που απαρτίζουν την λέξη “ηλεκτροακουστικότητα” ερωτοτροπούν γινόμενοι ένα σφιχτό σώμα.
Η αίσθηση του χασίματος που υπήρχε έντονα στις προηγούμενες δουλειές του και κυρίως στο αριστουργηματικό Ravedeath 1972 σαφώς και υπάρχει κι εδώ, μόνο που κλίνει πιο πολύ προς την εγκεφαλικότητα παρά προς το συναίσθημα. Ίσως για αυτόν τον λόγο η ακρόαση του δίσκου να μην κολλά σε κάθε στιγμή της ημέρας, με αυτόν τον συνδυασμό υπόκωφης έντασης και ζαλιστικής υποτονικότητας που περιέχει. Ακούγονται όλα αυτά αλλόκοτα; Είναι μάλλον γιατί το ίδιο το album βγάζει μια απόκοσμη αίσθηση, όπως ένα βλέμμα που ενώ κοιτά ψηλά, φτάνει μόνο μέχρι εκεί που τα υπαρξιακά βάρη του επιτρέπουν να απλωθεί, δηλαδή στο κενό. Υπάρχουν βεβαίως συνθέσεις όπως το επικό σε έναν άλλο πλανήτη “Live Room” και το υπνωτικό “Black Refraction”, με τις οποίες γεννιέται έναν σκίρτημα στα ενδότερα του α-υπό-συνείδητου.
Ως προς την τοπογραφία του δίσκου, είναι εμφανής η cut up συνθετική λογική του πρώην συνεργάτη του στο Instrumental Tourist Daniel Lopatin. Επίσης η αναβάθμιση του Ben Frost από παραγωγό-ηχολήπτη σε μουσικό πλέον του σχήματος κάνει πιο έντονη την ηχοσυναισθηματική επίθεση που καταλαμβάνει αρκετές στιγμές το προσκήνιο στον δίσκο. Κλείνοντας, ας επαναλάβουμε πως για κάθε νέα κυκλοφορία του Tim Hecker είναι φρόνιμο να μην βγάζουμε γρήγορα ετυμηγορίες, καθώς τις περισσότερες φορές ο χρόνος λειτουργεί υπέρ τους. Ομολογουμένως αγαπάμε τα μουσικά αινίγματα, αν και εκ πρώτης όψεως οι προκάτοχοι του Virgins φαντάζουν πιο άμεσοι και ίσως πιο εύστοχοι.
Μπάμπης Κολτράνης