Είχε βαρεθεί να ακούει τα ίδια και τα ίδια. Εντάξει, παλιά όλα ήταν καλύτερα. Ο καιρός, οι άνθρωποι, οι πόλεις, η μουσική. Προπάντων αυτή. Είχε ακούσει πολύ από δαύτη, τόσο που δεν την ένιωθε παλιά, αλλά απλώς δική του. Θα μπορούσε να πατήσει πάνω της. Από κάπου, εξάλλου, έπρεπε να ξεκινήσει.
Ακόμη όμως ένιωθε τα βήματα του αβέβαια. Το παρελθόν του δεν ήταν ακόμη ολότελα δικό του, καθώς δεν είχε πλάσει ακόμη κάτι με τα δικά του χέρια για να το αφήσει να κυλήσει μέσα του. Δεν έπρεπε να αφήσει το σήμερα να περάσει ανεπιστρεπτί, αποκομμένο από το χθες, ξεχασμένο ήδη από το αύριο. Έβαλε κάτω τα παιδικά του βιώματα, την απροθυμία να πιστέψει τα πάντα γύρω του, τη γεύση του αποχωρισμού, όπου μόνο η μία πλευρά από τις δυο φεύγει με γυρισμένη την πλάτη. Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Έκλεισε τα μάτια του και άφησε τη φωνή του να βγάλει τον δικό της ήχο. Η ανάσα του θόλωσε το τζάμι. Εκεί πάνω έγραψε το πρώτο του τραγούδι.
Μπάμπης Κολτράνης