Στο προηγούμενο κείμενο, όπου είχαμε αναφερθεί στον μπαμπούλα της λογοκρισίας, αφήσαμε ασχολίαστο το γεγονός ότι οι περιπτώσεις που εξετάσαμε συνέβησαν σε εποχές που τα εκάστοτε καθεστώτα αυτοαποκαλούνταν δημοκρατικά. Θα περίμενε κανείς πως σε περιόδους που δεν έχει μπει καμία δημοκρατία σε γύψο ή δεν υπάρχει κανένα έκτακτο καθεστώς να συναντάται μια ελαστικότητα ως προς την καλλιτεχνική και πολιτική τοποθέτηση του καθενός. Παρ’ όλα αυτά, όλως τυχαίως βρίσκονται σε καίρια σημεία του κρατικού μηχανισμού πάντα άκρως συντηρητικά άτομα που παραμονεύουν μην βγει κανείς από την γραμμή. Ακόμη και μετά την πάροδο των κινημάτων των 70’s που έθεσαν πολλές και νέες σκέψεις σε κίνηση, οι συγκεκριμένοι πυλώνες του συστήματος, παρουσιαζόντουσαν ακόμη πιο αυστηροί στην προσπάθεια τους να κάνουν να σιγήσει αυτό που φάνταζε στα μάτια τους βλάσφημο και κοινωνικά επικίνδυνο.
Ας ξεκινήσουμε με ένα ημεδαπό παράδειγμα. Ο Τζίμης Πανούσης και οι Μουσικές Ταξιαρχίες θα μπορούσαν να κάνουν συλλογή από δίκες, μηνύσεις κλπ. Η πρώτη τους ιστορικά εμπειρία πάντως ήταν η πιο σουρεαλιστική. Ποιος θα περίμενε πως μια βουκολική συναυλία στην Καρδίτσα τον Απρίλη του 1980, κι ενώ ήταν άγνωστοι, θα τους έφερνε αντιμέτωπους με τη δικαιοσύνη και εν τέλει θα τους συλλάμβανε η τοπική αστυνομία εν ώρα συναυλίας, για καθύβριση της αρχής και εξύβριση των θείων. Προφανώς τους ενόχλησε ο στίχος “Μα εγώ σ’ αγαπώ, γαμώ τον Χριστό μου” από το “Ερωτικό“, ένα τραγούδι-εξομολόγηση του Τζίμη με αναφορά μια σχιζό-σχέση μεταξύ ενός φρικιού και μιας καθώς πρέπει κορασίδας. Από την όλη βέβαια φασαρία μέχρι τα αυτόφωρα και το κυνήγι των παραγωγών του μετέπειτα δίσκου, κερδισμένο βγήκε το συγκρότημα καθώς και η δίκη στο εφετείο κερδήθηκε, και η αρνητική διαφήμιση τους έδωσε μια τεράστια δημοσιότητα. Αυτή εξάλλου ήταν και η απαρχή μιας άκρως επιτυχημένης καριέρας του Πανούση στον χώρο των τεχνών και των γραμμάτων.
Ίδια περίπου εποχή εμφανίζονταν στο Αμβούργο οι Slime που συνδύαζαν το βρετανικό punk με πολιτικοποιημένους στίχους. Τι να πρωτοκόψει κανείς στο γερμανικό κράτος διαβάζοντας τους στίχους του σχήματος. Η πέτρα τελικά του σκανδάλου ήταν ένα μόνο τραγούδι με τίτλο “Wir Wollen keine Bullenschweine” το οποίο σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει “Δεν θέλουμε κανέναν γουρουνόμπατσο”. Έτσι ονόμαζαν και το πρώτο τους δισκάκι, είδαν την λογοκρισία να το απαγορεύει, οπότε αποφάσισαν στο ντεμπούτο τους να υπάρχει απλώς το κομμάτι με τον τίτλο χωρίς την επίμαχη βρισιά (δηλαδή “Wir Wollen keine…”). Μέχρι το 1994 που υπήρξαν ενεργοί, συνέβη αρκετές φορές η αστυνομία να επεμβαίνει όταν παιζόταν αυτό το κομμάτι, καθώς ήταν επίσημα απαγορευμένο από την αντίστοιχη κρατική επιτροπή μέχρι τότε, αλλά πλέον, μετά την επανένωση του group, ακούγεται απλώς σαν ένα παλιό punk σουξέ.
Οι Crass, στους οποίους έχουμε αναφερθεί ξανά, είχαν τέτοια πίεση από το βρετανικό κράτος που παρακολουθούνταν επισήμως και έφταναν να βγάζουν δίσκους χωρίς υπογραφή, φοβούμενοι για μηνύσεις. Η αρχή της λογοκρισίας του έργου τους ναι μεν ήρθε στο πρώτο κιόλας κομμάτι του ντεμπούτου τους, όμως δεν προήλθε, όπως θα φανταζόταν κάποιος, από το μακρύ χέρι των αρχών, αλλά από τους εργάτες που έκοβαν το δίσκο στο αντίστοιχο εργοστάσιο! Προφανώς θίχτηκαν τα χριστιανικά τους ιδεώδη όταν άκουσαν την φωνή της Eve Libertine να απαγγέλει με δριμύ ύφος στο “Asylum”την ωμή απάντηση στις εκκλήσεις του γνωστού και μη εξαιρετέου εσταυρωμένου. Ο δίσκος τελικά με τίτλο The Feeding Of The 5000 βγήκε το 1978 με μια δίλεπτη σιωπή στην αρχή με το όνομα “The Sound Of Free Speech” για να μην κουκουλώσει το συμβάν το συγκρότημα.
Στην συνέχεια το έβγαλαν κανονικά, με το επίμαχο κομμάτι μέσα, όταν και αποφάσισαν να βγάλουν μόνοι τους τον δίσκο χωρίς κανένα έλεγχο. Φαντάζει αστείο πώς από ένα κόψιμο ενός κομματιού ξεκινά μια εποχή όπου έμπαιναν οι προβληματισμοί ως προς τη διάθεση ενός έργου, την αυτοοργάνωση και την ανεξαρτησία της ίδιας της καλλιτεχνικής έκφρασης, όχι μόνο για την συγκεκριμένη μπάντα αλλά για μια (και όχι μόνο αυτή) ολόκληρη γενιά.
Μπάμπης Κολτράνης