Οι Ολλανδοί The Ex είναι από εκείνα τα λιγοστά συγκροτήματα που τους αξίζει μια ενδελεχής μελέτη του πλουσιότατου υλικού τους. Γεννημένοι το 1979 σε ένα περιβάλλον όπου η πολιτικότητα καθόριζε την μορφή και το περιεχόμενο της κάθε καλλιτεχνικής έκφρασης, αποτίναξαν στην πορεία τον χαρακτηρισμό anarcho punk καθώς αποδείχθηκε αρκετά περίκλειστος σε σχέση με όσα μουσικά είχαν στο μυαλό τους. Ακούραστοι σκαπανείς προς την ανακάλυψη μιας παγκόσμιας μουσικής γλώσσας, προκάλεσαν τους εαυτούς τους με πλήθος συνεργασιών (ξεχωρίζοντας αυτές με τον Tom Cora και τον Getatchew Mekuria), κρατώντας όμως σταθερό τον άμεσα αναγνωρίσιμο ήχο τους.
Έχοντας λοιπόν στις πλάτες τους μια πολυεπίπεδη δισκογραφία, αστείρευτη αυτοσχεδιαστική διάθεση και αρκετές ερμηνείες σε δύσκολα προσδιορίσιμες γλώσσες, έρχονται με κάθε νέο βήμα να απαντήσουν πως μια φαινομενικά άναρχη μουσική, μπορεί να είναι τόσο αυστηρά δομημένη ώστε να μπορεί στέρεα να αποτελέσει το εύκρατο έδαφος όπου η φαντασία της μπάντας θα αναπτυχθεί. Το τελευταίο επεισόδιο που έχουμε στα χέρια μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την πρόσφατη πορεία των The Ex, καθώς με την τετράδα των Brass Unbound που οι ίδιοι συγκάλεσαν, είχαν βγει αρκετές φορές ζωντανά μαζί τα τελευταία χρόνια, οπότε η είσοδος τους στο στούντιο για την ηχογράφηση από κοινού εκτελέσεων παλαιότερων ιδεών και συνθέσεων, φάνταζε λογική συνέχεια. Από την άλλη, η πρόσθεση πνευστών στον ήχο της μπάντας μπορεί να ξεκίνησε με τον λυσσασμένο live δίσκο των Ex Orkest του 2000, αλλά εμφανίστηκε και τα τελευταία χρόνια στον τελευταίο δίσκο της μπάντας Catch The Soap.
Οπότε σε γενικές γραμμές δεν ερχόμαστε αντιμέτωποι εδώ με κάποιου είδους αποκάλυψη. Δεν υπάρχει καμιά προσπάθεια να φέρει η μπάντα τα πάνω-κάτω στο επανεκτελεσμένο υλικό της, παρά μόνο να επεκτείνει τον τωρινό ήχο της. Αυτό επιτυγχάνεται εύκολα καθώς τα μέλη που απαρτίζουν τους Brass Unbound , λόγω παλαιότερων συνεργασιών τους με την μπάντα, είναι ακριβώς ενταγμένοι στο πνεύμα των The Ex. Δηλαδή στο χτίσιμο δυναμικών, στο γέμισμα των ήχων, στον αυτοσχεδιασμό εκεί που ελευθερώνεται χώρος και στο χαλινάρι εκεί που απαιτείται, ώστε να επικρατήσει αυτή η ζεστασιά που νομίζεις πως η μπάντα αναπνέει δίπλα σου τον ίδιο αέρα. Τα πνευστά εξάλλου έχουν αυτήν την δυνατότητα να θωρακίζουν την δυναμική ενός κομματιού καθώς διαθέτουν από την φύση τους έναν έντονο, φυσικό και πολύχρωμο ήχο.
Δεν μπορούμε να παραλείψουμε την τεχνική κατάρτιση και το ανοικτό μυαλό των δυο κιθαριστών και της drummer, όπου όταν τους συναντήσει κανείς επί τω έργω, απλά αναρωτιέται πώς πετυχαίνουν να βγάζουν αυτόν τον ογκωδέστατο και κυματιστό ήχο. Ο σχετικά νεοεισελθέντας τραγουδιστής και πολυοργανίστας, σίγουρα αν και χάνει ως προς την δύναμη που έβγαζε ο προκάτοχος του, διαθέτει μια φωνή με μελωδικότητα που ίσως ταιριάζει περισσότερο με τον νέο ήχο της μπάντας.
Μπορεί να λείπουν οι οξείς στίχοι, οι σαφείς θεματολογίες και οι ακονισμένοι ήχοι που χαρακτήριζαν το μεγαλύτερο μέρος του έργου τους, αλλά ακόμη και μετά από τόσα χρόνια, κάθε κυκλοφορία τους είναι ένας λόγος να σε κάνει να ξεφυλλίσεις τις πυκνές πίσω τους σελίδες.
Μπάμπης Κολτράνης