Depeche Mode – Delta Machine (columbia)

depechemode.deltamachine.againstthesilence

Πώς άραγε να ξεκινήσεις μια γενική εισαγωγή στο κεφάλαιο Depeche Mode χωρίς να αναφερθείς σε τετριμμένα θέματα όπως η ιστορία τους, η μανιώδης λατρεία στο πρόσωπό τους, τα εσωτερικά τους προβλήματα κλπ.; Τελικά όλα αυτά είναι ένα τίποτα μπροστά στην ίδια τη μουσική τους και ειδικά στην εξάδα (ναι, εξάδα) των συνεχόμενων ασύλληπτων δίσκων, που ξεκίνησε από το 1984 με το αθώο Some Great Reward και ολοκληρώθηκε με το υποτιμημένο Ultra το 1997. Μια παρουσία που, ενώ ήταν κάργα εμπορική, ήταν και παραμένει ασυναγώνιστη ακόμα και με τα σύγχρονα δεδομένα ήχου, παραγωγής, ιδεών κλπ. Για αυτό άλλωστε με τους συγκεκριμένους είτε μπλέκεις άσχημα, είτε δεν τους πλησιάζεις καν. Μέση λύση δεν υπάρχει.

Καλά όλα αυτά αλλά με το τώρα τι γίνεται; Τι παραπάνω μπορούμε να περιμένουμε από δαύτους εκτός από την αμυδρή αναλαμπή του ένδοξου παρελθόντος τους, όπως συνέβη στο Exciter και στο Playing The Angel; Τι περιμένουν οι ίδιοι από τους εαυτούς τους τέλος πάντων; Καθώς μπαίνουμε στο κλίμα του νέου τους δίσκου αυτό που αντιλαμβανόμαστε είναι πως πρόκειται για έναν φαινομενικά ικανοποιητικό δίσκο: δυνατά πρώτα κομμάτια, η φωνή σε φόρμα, μυστήριο εξώφυλλο, διάφορα κολλητικά κομμάτια, με το “Alone” να αποτελεί κάτι το ανεξήγητο (και πώς ακόμη το συνέλαβαν ως έμπνευση) κ.α. Γενικά, τα παιδιά -και δεν εννοούμε τα φυσικά παιδιά τους, καθώς είναι και καρπεροί- προσπάθησαν να βγάλουν έναν αξιοπρεπή δίσκο.

Στην πορεία όμως γίνεται αντιληπτό πως κατά βάση το Delta Machine αδυνατεί να ξεπεράσει αυτό που ήταν η προγεγραμμένη μοίρα του, ένα άνισο δηλαδή και υπερφίαλο album. Άνισο γιατί σκάνε σαν μπουρμπουλήθρες τα κομμάτια που δεν έχουν να πουν τίποτα και υπερφίαλο γιατί ενώ η μπάντα παρουσιάζει μια εικόνα επιστροφής στις παλιές καλές ημέρες (fuckin’ marketing), αυτό δεν αντικατοπτρίζεται πουθενά. Εξάλλου το να γυρίσεις προς τα πίσω, όταν το κύριο χαρακτηριστικό σου ήταν να κάνεις αλματώδη βήματα μπροστά, δεν είναι και η σοφότερη επιλογή που έχεις να κάνεις.

Επίσης εκτός του συνολικά χαμηλού επίπεδου των συνθέσεων, υπάρχει και ένας αχταρμάς στο ενορχηστρικό μέρος. Θα μου πείτε τι θέλω και τα σκαλίζω, αλλά η μπάντα που περισσότερο από όλες είχε ως κουαρτέτο την πιο αυστηρή διαχώριση των ρόλων στο εσωτερικό της (βλ. Dave στην φωνή μόνο, Martin στη μουσική γραφή, Alan σε όλα γύρω από τη μουσική, Andrew σε όλα εκτός μουσικής) εδώ αλλού βγάζει ένα άγχος να πρωτοτυπήσει σε θέμα παραγωγής και αλλού βγάζει έναν άκρως συντηρητικό εαυτό. Κάτι σαν να δοκιμάζουν ιδέες για τις οποίες δεν είναι 100% σίγουροι.

Ήδη ο δίσκος έχει δεχθεί τα πυρά πολλών φίλων της μπάντας, αν και αυτό δεν λέει από μόνο του τίποτα. Εδώ ξίνιζαν τα μούτρα τους όταν βγήκε το κάτι παραπάνω από άψογο Songs Of Faith And Devotion, επειδή δεν είχε πολλά ηλεκτρονικά στοιχεία! Πάντως ο δίσκος αυτός κλείνει με νόημα αποχαιρετισμού (βλ. τον τίτλο του τελευταίου κομματιού “Goodbye”). Μάλλον δεν πάμε για έναν άλλο κύκλο τετραετίας που θα περιλαμβάνει νέο δίσκο, γιγαντιαία τουρνέ, best of, remixes και μπλαμπλαμπλα. Ή μήπως αυτή η γαϊδουρινή επιμονή του να αποδείξει κάποιος πως δεν έχει φάει τα ψωμιά του, η οποία χαρακτηρίζει ειδικά το αντρικό φύλο, θα επιβληθεί για να υπάρχει και συνέχεια; Ωχ ωχ.

Μπάμπης Κολτράνης

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.