Πάει, γέρασαν και αυτοί. Διανύοντας την τρίτη δεκαετία της παρουσίας τους ως ντουέτο, έχουν εδώ και καιρό κερδίσει ότι ήταν να κερδηθεί στην pop αρένα : φήμη, σεβασμό, χρήμα. Από την άλλη μπορεί να τους καταλογιστεί πως δεν συνέχισαν το ψάξιμο στον ήχο τους που ξεκίνησαν πριν δέκα χρόνια με το Please. Αυτό βέβαια που τους κάνει να ξεχωρίζουν με το άκουσμα ενός οποιουδήποτε μέρους από ένα κομμάτι τους είναι αυτή η κρυστάλλινη μελωδικότητα η οποία αν και καθαρή pop, προσδίδει μια σπάνια φλέβα υψηλής τραγουδοποιίας. Για όσες-ους διαφωνούν, ας δοκιμάσουν να ακούσουν ένα από τα αμέτρητα σουξέ τους χωρίς να τους κολλήσει εμμονικά ο ρυθμός και η μελωδία του. Μάταιος κόπος.
Σε αυτήν την ικανότητα είναι που το ντουέτο βασίστηκε για να φτιάξει και αυτό το album, παραγωγή την οποία επιμελήθηκε ο Andrew Dawson στο Los Angeles, ο οποίος σίγουρα δεν θα μας ξαναπασχολήσει με τις κυκλοφορίες που επιμελείται και που στοχεύουν απλά και μόνο στην κατάκτηση των charts. Αυτό που συμβαίνει στον δίσκο αυτό περικλείεται στο τραγούδι “Winner”. Ενώ στην ζωντανή εκτέλεση σε αυτή τη συναυλία βγάζει μια συναισθηματική νότα, στον δίσκο ακούγεται τερατωδώς επίπεδο. Όχι πως ο υπερβολικά καθαρός ήχος δεν τους ταιριάζει αλλά μάλλον στην προσπάθεια τους να βγάλουν έναν εμπορικότατο δίσκο, φαίνεται να ξέχασαν να αφοσιωθούν στο μουσικό περιεχόμενο του.
Τι κι αν το album ξεκινά με δυο διαμαντάκια που γεννάνε υποσχέσεις για την συνέχεια (“Leaving” και “Invisible”), στη συνέχεια όλα κινούνται μεταξύ αδιαφορίας και βαρεμάρας. Απλά περικλείονται τύποι τραγουδιών που στο παρελθόν τους έχουν εξασκηθεί με σαφώς πιο πετυχημένα αποτελέσματα. Προς το τέλος απλά παρεμβαίνει το σκοτεινό και εντελώς παράταιρο με τα άλλα “Everything Means Something” το οποίο απλά αποδεικνύει για πιο λόγο αυτό το συγκρότημα απασχολεί κόσμο που κοιτάει πέρα από τα στρας και τα hits.
Όσο για το βρετανικό χιούμορ το οποίο χαρακτηρίζει πολλές όψεις του group, εδώ θα βρούμε μόνο μερικά ανούσια ψήγματα από δαύτο. Μάλλον εδώ και μερικά χρόνια οι Pet Shop Boys παραπαίρνουν σοβαρά τον εαυτό τους και αντί να φαντάζουν πνευματώδεις απλά εμφανίζονται περισσότερο σοβαροφανείς από ότι χρειάζεται. Κρίμα πάντως γιατί από αυτήν την τόσο γλυκιά και « εκνευριστικά» εθιστική φωνή του Neil περιμένουμε ένα υλικό με περισσότερες αξιώσεις για να το στηρίξει και όχι ματαίως να περιμένει να στηριχθεί αυτό σε αυτήν. Δυστυχώς δεν αρκεί.
Μπάμπης Κολτράνης