Περπατώντας σε δρόμους όπου η πρόσφατη ευρωπαϊκή ιστορία άφησε κυριολεκτικά ερείπια, συχνά ξεχνιέσαι θεωρώντας πως αυτό που αντικρίζεις ήταν εκεί το ίδιο πάντα. Κρύβεται κάτω από το βλέμμα σου ό,τι οι νικητές σκέπασαν ως λάφυρο μιας αναίμακτης μάχης και ό,τι οι ηττημένοι αποδέχθηκαν ως αυτονόητη μοίρα. Πίσω από τα λιγοστά αλλά συγχρόνως ευδιάκριτα αγάλματα ή σύμβολα της εποχής του ανατολικού μπλοκ, το μάτι αδυνατεί να συλλάβει οτιδήποτε κινούνταν στα ίδια μέρη σε αντιπαραβολή προς την επιβαλλόμενη από το Κόμμα αισθητική. Οι συνήθως μεγαλόσχημες και άκρως σοβαρές απεικονίσεις της, πιάνουν σε ύψος ακριβώς το βάθος των ρευμάτων όσων ήταν θαμμένων και κρυμμένων κάτω από τα μάτια της πανταχού παρούσας μυστικής αστυνομίας και του κομματικού καθωσπρεπισμού. Είναι ακριβώς αυτό το αντιθετικό σχήμα όπου τα φώτα του ενδιαφέροντος πέφτουν εκεί που επικρατούσε σιωπή, συνήθως όμως με τον τρόπο που παρατηρεί ένας τουρίστας νεκρά μνημεία : όχι βαθαίνοντας αλλά φωτογραφίζοντας.
Αν και είναι λάθος να γενικεύουμε μια ανάλυση πάνω στο τί συνέβαινε τότε σε όλα αυτά τα κράτη πριν την πτώση τους και το τέλος του ψυχρού πολέμου, εντούτοις υπάρχουν σημαντικές ομοιότητες μεταξύ τους ως προς τα χαρακτηριστικά και τις φάσεις που πέρασαν τα κατά τόπους underground μουσικά κινήματα, στα οποία και θα εστιάσουμε. Περιττεύει η αναφορά στις συνθήκες που αντιμετώπιζε η νεολαία και γενικότερα εκείνα τα άτομα που αρνιόντουσαν να ακολουθήσουν τα επιβαλλόμενα πρότυπα. Το υψηλό επίπεδο ελέγχου, καταστολής και παρακολούθησης που υπήρξε σε αυτές τις κοινωνίες δεν άφηνε πολλά περιθώρια για ελευθερία κινήσεων, πόσο μάλλον για αυτονομία στην έκφραση.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες αναπτύχθηκαν υπόγεια κινήματα που αναζητούσαν μια δεύτερη κουλτούρα, μακριά και απέναντι στην κυρίαρχη κουλτούρα του Κόμματος. Αν και η μόνιμη κατηγορία από την πλευρά της εκεί εξουσίας ήταν πως μιμούνται τα δυτικά-καπιταλιστικά πρότυπα ζωής, αναπτύχθηκαν εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που μικρή σχέση είχαν με τον χιπισμό ή τα άλλα ρεύματα της εποχής που ξετυλίγονταν στην άλλη πλευρά του συρματοπλέγματος. Λογικό αφού από την μια πλευρά τα δεδομένα όπως προαναφέραμε ήταν δύσκολα παρέχοντας όμως εκείνο τον αυτούσιο χώρο για μοίρασμα και αλληλεγγύη λόγω των κοινών βιωμάτων και της ταξικής του ομογενοποίησης, από την άλλη στον δυτικό κόσμο ο υπερκαταναλωτισμός και η αλλοτρίωση είχαν (και έχουν ακόμα) δημιουργήσει μια διαφορετική αφόρητη πραγματικότητα που τα νεολαιίστικα ρεύματα καλούνταν να απαντήσουν.
Πιο συγκεκριμένα, στις χώρες του ανατολικού μπλοκ δεν απορρίπτονταν η έννοια της κουλτούρας με μια μηδενιστική αντίληψη, αλλά εκφράζονταν μια όρεξη για μια καλλιτεχνική έκφραση πέρα από τα στεγανά και τις ιεραρχίες της καθεστηκυίας τάξης. Υπήρχε λοιπόν μια θετικότητα και μια δημιουργική ορμή που έμπαινε με όρους συνυπευθυνότητας, συνεργασίας και αυτονομίας των συμμετεχόντων. Συναυλίες δινόντουσαν σε σπίτια, φάρμες, bars ή κατοικίες διπλωματών και έντυπα (τα λεγόμενα Σαμιζντάτ στην Ε.Σ.Σ.Δ.) φτιαχνόντουσαν με υποτυπώδη μέσα τηρώντας πάντα τους κανόνες ασφάλειας και μυστικότητας. Ως προς τα μουσικά κινήματα που κάνουμε λόγο όπως η jazz, η rock, το punk και το metal, αδιαμφισβήτητα σε κάθε χώρα υπήρχαν εμφανείς διαφοροποιήσεις. Παρ’όλ’ αυτά αξίζει να σημειωθεί πως ακόμη και στην Αλβανία όπου το καθεστώς ήταν το πιο απολυταρχικό, υπήρχε απήχηση της απαγορευμένης βέβαια rock μουσικής. Μιλώντας για απαγόρευση ας δώσουμε έμφαση στον έλεγχο κάθε «σοσιαλιστικού» καθεστώτος και την λογοκρισία που επέβαλλε σε κάθε τί διαφορετικό. Για παράδειγμα στην Τσεχοσλοβακία οι ποινές περιελάμβαναν μέχρι και εξορία για όσους άκουγαν την «ξενόφερτη» jazz και folk, μέχρι το 1984. Βέβαια δεν χρειάζεται να σχολιάσουμε το μέτρο της απαγόρευσης κυκλοφορίας των νέων στους δρόμους της Ρουμανίας μετά τις 9 που επέβαλλε το τότε καθεστώς. Υπήρξαν όμως και πιο ελαστικές συνθήκες σε κράτη όπως η Γιουγκοσλαβία, η Πολωνία και η Ανατολική Γερμανία όπου υπήρχε μια γκρίζα ζώνη αποδοχής.
Μέχρι τα 80’s δεν παύει το κατά κράτος Κόμμα να ωθεί στην μαύρη αγορά τις μουσικές που έκρινε πως το έθιγαν ως δομή. Όντως τα καθήκοντα που έπρεπε να φέρνει εις πέρας κάθε νέος και νέα δεν ανταποκρίνονταν στον τρόπο ζωής όσων συμμετείχαν στα underground κινήματα. Το πρότυπο του καλαίσθητου, γυμνασμένου, εργατικού και πατριώτη νέου δεν είχε τίποτα κοινό με τις μουσικές που προωθούσαν τα προσωπικά συναισθήματα, οικειοποιούσαν καλτ φιγούρες και δοξοποιούσαν την ανατρεπτική δυτική κουλτούρα. Τα προτάγματα για φυγή από την αδυσώπητη πραγματικότητα έβρισκαν τους ποιητικούς όρους πέρα από τους πραγματικούς, γεγονός που καταδεικνύει τον πολιτικό χαρακτήρα όλων αυτών των εγχειρημάτων. Πως άλλωστε να γίνει διαχωρισμός σε πολιτικοποιημένη έκφραση ή μη όταν το να φοράς τζιν ή να έχεις μακρύ μαλλί θεωρούνταν από μόνο του μια πράξη αντικονφορμιστική και είχε το ανάλογο τίμημα. Δεν υπήρχε πάντως σε όλες τι περιπτώσεις μια στιχουργία που να περιέχει πολιτικά μηνύματα. Ιδιαίτερη μνεία χρειάζεται να γίνει στην επιρροή της έκρηξης του punk από την άλλη πλευρά του παραπετάσματος, καθώς άρχισε να επιδρά στην ανάπτυξη μιας αντικαταναλωτικής θεματολογίας που συχνά έπαιρνε και αντικαθεστωτικό χαρακτήρα. Κυρίως στην Πολωνία παρατηρήθηκε μια ακμή του πολιτικού punk, κάτι που είναι εμφανές μέχρι σήμερα.
Θα είχε ενδιαφέρον να αντιπαραβάλλουμε όλα αυτά που έχουμε ήδη αναφέρει με ότι συνέβαινε στον υπόλοιπο μοντέρνο κόσμο με βάση και τα οργισμένα 60’s και 70’s. Εκείνη την εποχή η άγνοια για το τι συνέβαινε στις «σοσιαλιστικές» χώρες ήταν τέτοια που για μας εδώ οι πληροφορίες που αντλούσαμε ήταν σχεδόν μηδαμινές και κατά βάση κατευθυνόμενες, για τους άλλους εκεί υπήρχαν μόνο ξένες ραδιοφωνικές συχνότητες από όπου συνέλεγαν οποιαδήποτε «τοξική» για το καθεστώς ή μη πληροφορία. Αποδεικνύεται πως οι κυρίαρχοι του δυτικού κόσμου συνέλαβαν και έθεσαν στην πράξη ένα πιο ελαστικό και συνάμα μεστό σχέδιο απάντησης σε ό,τι απειλούσε την κοινωνική ειρήνη, με βάση την επιστήμη της κυβερνητικής. Από την άλλη πλευρά, είχαμε μια ασταθής εναλλαγή στάσης από τον σκληρό έλεγχο, στην ανοχή ή και την αφομοίωση μέσω της εναλλακτικοποίησης των υπόγειων ρευμάτων από τα «σοσιαλιστικά» καθεστώτα. Ουσιαστικά είναι το 1984 (καθόλου τυχαία η αναφορά στο συγκεκριμένο έτος) όπου κυρίως στην Ε.Σ.Σ.Δ. και στην Ανατολική Γερμανία κινούνται οι κυβερνητικές στρατηγικές προς οδούς ενσωμάτωσης κάθε οξείας και αντικομφορμιστικής φωνής όπως για παράδειγμα συνέβη με την διοργάνωση φεστιβάλ με την αιγίδα του Κόμματος (βλ. φεστιβάλ Tbilisi το 1980). Σίγουρα αυτή η νέα χάραξη πολιτικών γραμμών οφείλεται στην οικειοποίηση αντιλήψεων και στάσεων από το «εχθρικό» καπιταλιστικό στρατόπεδο, αν και όπως έδειξε η ιστορία, η αργοπορία κατέστη (αυτο)καταστροφική.
Γυρνώντας στο σήμερα, όλα φαντάζουν καπηλευμένα από τον άνεμο της αλλαγής, σημεία και αυτά θριάμβου της εμπορευματοποίησης των πάντων και λάφυρα του «τέλους της ιστορίας». Σίγουρα όλα αυτά αποτελούν ένα σαφές παράδειγμα για το πως κάτι το οποίο περιέχει ανατρεπτικά στοιχεία, μπορεί είτε να ενσωματωθεί από αυτό που είχε απέναντι του, είτε να χαθεί στο πέρασμα του χρόνου.
Μπάμπης Κολτράνης