Το να γράψεις μερικές αράδες για έναν φρεσκοβγαλμένο δίσκο του Bob είναι εφάμιλλο της εμπειρίας του να προσπαθήσεις να εξηγήσεις τί είναι ο λεττρισμός σε μια πρωτοετή φοιτήτρια γύρω από ένα μαυροκόκκινο τραπεζάκι ενός πανεπιστημιακού χώρου. Κοινώς, είναι κομματάκι δύσκολο ως προσπάθεια αλλά αξίζει και με το παραπάνω. Η συγκυρία τον θέλει να κερδίζει νέους ακροατές χάρη στην έξτρα δημοσιότητα που του χάρισε η συνεργασία με τους Foo Fighters. Επίσης έβαλε και αυτός το λιθαράκι της νοσταλγίας των 90s με την επανακυκλοφορία της σύντομης δισκογραφίας των Sugar, οι οποίοι αποτέλεσαν μεταξύ ’92 – ’95 την πιο εμπορική φάση της πολυετής και αέναης παρουσίας του στην σύγχρονη μουσική.
Πολλά θα μπορούσαν να γραφτούν για τοv αμούστακο τότε ψηλό που εμφανίστηκε ως το ένα μέλος από τους αψεγάδιαστους Hüsker Dü το 1979 και από τότε πλέκει το μυστήριο του πως μια παραδοσιακή μουσική γραφή μπορεί να ακούγεται πάντα φρέσκια και μοναδική. Σήμερα στέκονται δίπλα του στα ντραμς ο Jon Wurster των Superchunk και ο Jason Narducy στο μπάσο, με σκοπό να βγάλουν έναν ήχο που παραπέμπει άμεσα στους Sugar και κυρίως στο δίσκο τους με τον τίτλο F.U.E.L. . Για την ακρίβεια μοιάζει τόσο το νέο υλικό με τις επιδόσεις του με το τότε τρίο που πιθανόν η πρώτη επαφή με το Silver Age να εκνευρίσει τον κάπως ψημένο ακροατή. Κι όμως δεν είναι κάποιο χαμένο album εκείνης της περιόδου, αλλά δέκα ολοκαίνουργια που είναι καταδικασμένα να ακουστούν δυνατά και σε ενισχυμένες εθιστικές δόσεις. Κλείνει λοιπόν ένας κύκλος προσωπικών του δίσκων όπου κοίταζε στιχουργικά και συνθετικά προς τα εσώψυχα του. Αποφεύγοντας τις ευαίσθητες παρορμήσεις και ανεβάζοντας την ένταση της κιθάρας λίγο παρακάτω από την εκκωφαντικότητα του παρελθόντος του, ο σχεδόν συνονόματος βγάζει αυτήν την γλυκόπικρη αίσθηση που χαρακτηρίζει σε παραλλαγές όλο του το έργο, αλλά αυτή τη φορά σε πιο «χύμα» μορφή. Αν έλειπε μάλιστα και το autotune στην φωνή, εύκολα θα περνιόταν ο δίσκος για ζωντανή ηχογράφηση με όλες αυτές τις χειμαρρώδεις δυναμικές που διαθέτει.
Εξαιρετικά δύσκολο να ξεχωρίσεις κομμάτια σε ένα τόσο σφιχτό σύνολο αν και με έναν πρόχειρο υπολογισμό, τα μισά συμπυκνώνουν τον λαϊκό ορισμό της έννοιας «κομματάρα». Και επειδή κάπου εδώ αρχίζει το πέρασμα από την υποτιθέμενη αντικειμενική άποψη του ας πούμε κριτικού, στο επέκεινα της δοξολογίας, ας το κλείσουμε εδώ. Εξάλλου η μουσική που περικλείεται εδώ μιλά από μόνη της με λόγια που φέρνουν είτε σε φιλική παράκληση, είτε σε προσωπική καταγραφή.
Μπάμπης Κολτράνης