Οι γενικεύσεις οδηγούν σε σύγχυση. Το να κάνει κάποιος λόγο για τη δύναμη ή αδυναμία της μουσικής σκηνής στο Ελλαδιστάν υποδηλώνει μια ομαδοποίηση άτοπη και εν τέλει παραμορφωτική εκ του πονηρού. Τι συνδέει τα δημιουργήματα των εταιρειών που έχουν ένα δήθεν underground προσωπείο με τα σχήματα που τα ονόματα τους όσο συχνά εμφανίζονται σε συναυλιακές αφίσες, τόσο πιο γρήγορα εξαφανίζονται ή τέλος με γκρουπ που προσπαθούν από το μηδέν να χαράξουν μια αυτόνομη πορεία; Τίποτα απολύτως, εφόσον οι πρώτοι προσυπογράφουν τις οδηγίες κάθε λατρεμένου manager, οι δεύτεροι αντιγράφουν συνταγές απ’ έξω και οι τρίτοι απλά και μόνο εκφράζουν αυτά που έχουν μέσα τους. Ας μην σημειώσουμε, εξάλλου, και έναν μεγάλο (θεόρατο, για την ακρίβεια) αστερίσκο για τις μεθόδους που επιλέγουν τα σχήματα της τρίτης κατηγορίας για να βγουν προς τα έξω και κατά πόσο αυτές τα διαχωρίζουν σε ακόμη περισσότερες και ίσως πιο ευδιάκριτες, με βάση την πολιτικοποίηση ή όχι, υποκατηγορίες.
Όσον αφορά τους Αθηνέζους Waxing Gibbous, αυτό που συμβαίνει γύρω τους δεν πρέπει να χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης εξού και μια αντίληψη επιθετικής ρήξης σε ό,τι εγκαθιδρυμένο τους περιβάλλει. Από την εποχή που έπαιζαν σχεδόν αποκλειστικά ορχηστρικά κομμάτια μέχρι το παρόν ντεμπούτο τους, όπου μια «στραβωμένη» φωνή έχει κατοικοεδρεύσει στα πέντε από τα οκτώ κομμάτια του δίσκου, αυτό που βγαίνει είναι μια καλυμμένη ή απροκάλυπτη οργή. Το συναίσθημα αυτό είτε σε συνεπαίρνει μουσικά είτε όχι, αλλά ποτέ δεν σε αφήνει αδιάφορο ή αδρανή. Υπάρχουν στιγμές όπου υποβόσκουν κολλητικές μελωδίες και άλλες όπου παρατάσσονται όλα τα όργανα στην πρώτη σειρά με επιθετική διάθεση. Πάντα όμως βγαίνει ένα «αγχωτικό» αίσθημα το οποίο ωθεί την μπάντα σε μια ηχητική ολομέτωπη εκτόνωση προς όλες τις κατευθύνσεις.
Σε αυτό βέβαια βοηθούν και οι τεχνικές ικανότητες της μπάντας που προσφέρουν ένα σφιχτό δέσιμο στις συνθέσεις τους. Δεν διστάζει μάλιστα να προσεγγίσει πεδία θεωρητικά δυσπρόσιτα με το να ισορροπεί ένα υλικό που κυμαίνεται μεταξύ δυο ανομοιογενών πόλων, όπως χαρακτηριστικά εκφράζουν τα κομμάτια “Sub Jove” με τη δίλεπτη γκαζιάρικη τσίτα και “Uterus” με την απόκοσμη αλλά και καθαρτική γοητεία του. Το εισαγωγικό “Come On Pretend” είναι ίσως το πιο επιτυχημένο δείγμα μείξης του στρωτού επιθετικού ήχου σε στυλ Queens Of The Stone Age με μια αφαιρετική ψυχεδέλεια. Τέλος, όσον αφορά τα ρίσκα του δίσκου, άξιο αναφοράς είναι και το κομμάτι “Planet” όπου δοκιμάζεται αποκλειστικά σε αυτό η μητρική γλώσσα μας πάνω σε μια φόρμα γρήγορου stoner.
Όλα αυτά έχουν και το κόστος τους με τις δυναμικές σε ορισμένες στιγμές να μπουκώνουν τον έτσι και αλλιώς γεμάτο ήχο. Επίσης, σε κάποια λιγοστά σημεία όπου έρπει μια μυστηριακή μελωδικότητα, θα μπορούσε η κάλυψή της από τα drums να μην είναι τόσο έντονη, ώστε να την καλύπτει σχεδόν ολοσχερώς.
Συνολικά, το ντεμπούτο των Waxing Gibbous δύσκολα μπαίνει σε καλούπια μιας και τα οκτώ κομμάτια κουβαλούν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα που σφραγίζεται από την έντονη προσωπική στάμπα των τεσσάρων μελών της μπάντας. Ο απώτερος στόχος, πάντως, να βγει ένα προκλητικό και διαφορετικό από παρόμοιου ύφους ακούσματα, σίγουρα επιτεύχθηκε. Σειρά έχει και η ανάλογη συνέχεια.
Μπάμπης Κολτράνης