Η δεξιοτεχνία -και ό,τι αυτή σημαίνει- είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο στη μουσική, με το ερώτημα, αν τελικά την έχει σώσει ή την έχει σκοτώσει, να αιωρείται αναπάντητο. Οι μομφές περί λειψών εκτελεστικών δυνατοτήτων ιστορικών σχημάτων, όπως π.χ. οι Joy Division ή οι Beatles, καταρρίπτονται, μιας και έρχονται τα ίδια τα τραγούδια να ανατρέψουν θέσφατα, νόμους και κανόνες. Από την άλλη, η εκτελεστική αρτιότητα δεν αρκεί για να υποστηρίξει μια μουσική παρουσία, όπως αποδεικνύεται από την πορεία δεινοσαυρικών συγκροτημάτων που είτε χάθηκαν στη λήθη (βλέπε Genesis), είτε αναλώνονται σε θλιβερά reunion (βλέπε Black Sabbath).
Λοιπόν, οι Chicago Underground Duo οι οποίοι απαρτίζονται από δυο εξέχοντα μέλη της τοπικής jazz σκηνής, τον Rob Mazurek που διαπρέπει στην κορνέτα (και έχει συνεργαστεί με τους Tortoise) και τον Chad Taylor που παίζει κρουστά, θα μπορούσαν να αποκαλεστούν βιρτουόζοι μουσικοί. Έχοντας στις πλάτες τους μια δεκαπεντάχρονη παρουσία στα μουσικά πεπραγμένα, θα ήταν εύκολο να πέσουμε στην παγίδα και να πιστέψουμε ότι το νέο τους υλικό δεν πρόκειται να προσθέσει τίποτα καινοτόμο παρά αλυσιδωτές αποδείξεις του πόσο δεινοί μουσικοί είναι.
Έλα όμως που ήδη από τα πρώτα συνθεσάιζερ που μας εισαγάγουν στον αφαιρετικό αυτόν δίσκο όλα ακούγονται σαν μια μπάντα να κάνει τα πρώτα της βήματα χωρίς να έχει να δώσει λογαριασμό σε κανέναν. Γενικά, αυτή η μουσική θα μπορούσε να ονομαστεί jazz, η οποία όμως δεν απευθύνεται κατά βάση σε αυτούς που ακούνε jazz με την κλασσική έννοια. Ιδιαιτέρως πολύμορφη για να μπει απλώς κάτω από την ταμπέλα του αυτοσχεδιασμού. Αρκούντως «φυσική», χωρίς ουσιαστική ανάμειξη δευτερευόντων overdubs, για να αποκαλεστεί ηλεκτρονική. Εξόχως χαοτική για να χαρακτηριστεί ανούσια επιδειξιομανής.
Όλο αυτό το παιχνίδι ισορροπιών έχει το κόστος του, με αποτέλεσμα να υπάρχουν διάσπαρτοι διάφοροι περίεργοι, κατά μια έννοια, ήχοι όπως αυτός που προκαλεί η (ίσως) ηλεκτρική σκούπα (!) που ακούγεται στο υπόβαθρο των δέκα λεπτών που διαρκεί το “It’s Alright”. Επίσης, το γενικότερο κλίμα δύσκολα χαρακτηρίζεται ως εύκολα προσπελάσιμο ή χαλαρωτικό, με τις μελωδίες σε μερικά σημεία να χάνονται αντί να αναδεικνύονται από τον κάθε είδους αυτοσχεδιασμό.
Υπάρχει όμως η δυνατότητα επιλογών κατά την διάρκεια της ροής του album. Για παράδειγμα μπορούμε να σταθούμε στο κατά βάση παιχνιδιάρικο άκουσμα αφρικάνικου ύφους του “Castle In Your Heart”, αντί στο τραχύ τζαμάρισμα του “Age Οf Energy”. Και αντί του πνευματώδους εικοσάλεπτου εισαγωγικού “Wind Sweeping Pines”, θα μπορούσαμε να προτιμήσουμε το “Moon Debris” που ουσιαστικά είναι η τετράλεπτη «ραδιοφωνική» εκτέλεση του προαναφερθέντος ηχητικού σεντονιού.
Παραμένει δύσκολη μια τελική ετυμηγορία για τον δίσκο αυτό. Το μόνο σίγουρο είναι πως οι μουσικές οι οποίες όχι μόνο δύσκολα κατηγοριοποιούνται, αλλά και με τις οποίες δεν ξεμπερδεύεις εύκολα, διαθέτουν την δικιά τους ανεπιτήδευτη γοητεία.
Μπάμπης Κολτράνης