
Εκεί που σιχτίριζα, όχι πάντα εσωτερικώς, όταν πρωτόμαθα ότι οι Kikagaku Moyo θα περάσουν από το Fuzz Club στην Αθήνα στις 7 Δεκέμβρη, βλέπω κάπου στα μέσα Οκτώβρη ανακοίνωση από τοπικό βένιου εδώ στο βορρά περί το ότι θα έχουμε και εμείς την ευκαιρία να βουτήξουμε head first στα ζεστά ψυχεδελικά νερά των χίπηδων απ’ την Ιαπωνία. Ίσως δε χρειάζεται καν να αναφέρω πως το εισιτήριο αγοράστηκε σχεδόν αυτόματα.
Οι Maida Vale, λοιπόν, ένα all-female ψυχεδελικό σχήμα από τη Στοκχόλμη με δύο δίσκους στο ενεργητικό του απ’ το 2012 που συγκροτήθηκε, ανέλαβαν να ανοίξουν τη συναυλία. Μια ευχάριστη έκπληξη από πλευράς διοργάνωσης, κυρίως επειδή ήμουν αρνητικά προκατειλημμένη κι ας μην τις ήξερα. Κι αυτό γιατί στα περισσότερα λάηβ που έχει τύχει να βρεθώ εδώ πάνω, ταsupport σχήματα έχουν αποδειχθεί λίαν χιπστερίζοντα, ως επί το πλείστον, και διακατεχόμενα από έναν άκρατο δηθενισμό καλυμμένο μ ‘ένα πέπλο αβαν-γκαρντοσύνης. Οι Maida Vale ήταν “lagom”, όπως λέμε εδώ πάνω, ή αλλιώς «ό,τι έπρεπε». Εύπεπτοι ήχοι που καθιστούσαν πολύ εύκολο να τις ακολουθήσεις, εξαιρετική σκηνική παρουσία με τη frontwoman Matilda Roth να διοχετεύει μ’ ένα αποχαυνωτικό τρόπο την ενέργεια όλης της μπάντας προς τα εμάς.
Η αυλαία έπεσε για ακόμα μια φορά και η ενέργεια που μας άφησαν οι Maida Vale είχε αρχίσει να ξεθωριάζει, μα μόνο για να δώσει τη θέση της στην εκρηκτική ηρεμία των Kikagaku Moyo που αργά και ντροπαλά ανέβηκαν στη σκηνή.

Κάπου εδώ νομίζω πρέπει να πω δυο πράγματα σχετικά με τους λόγους που με ωθούν να πηγαίνω σε λάηβ και κατά προτίμηση μόνη. Η προφανής απάντηση είναι φυσικά το ότι έχεις την ευκαιρία να δεις μουσικούς που αγαπάς και εκτιμάς να παίζουν ζωντανά. Πηγαίνοντας όμως λίγο παραπέρα, υπάρχουν φορές που μια συναυλία μπορεί να μετατραπεί σ’ ένα μοναδικό συνονθύλευμα μουσικών,συναισθηματικών και χωρικών εμπειριών, σχεδόν υπερβατικού χαρακτήρα που κάθε φορά αφήνει το θεατή και με μια διαφορετική πτυχή της πραγματικότητάς (τ@). Ο χώρος που σε περιβάλλει, μπορεί να ξεχειλωθεί σε ένα αχανές κενό, με σένα να επιπλέεις μέσα του αποστασιοποιημέν@ς, με την ίδια αποστασιοποίηση που ένα πουλί βιώνει μια πόλη, η σε μια τεράστια ενότητα με σένα και όλους τ@ αλλ@ να αποτελείτε τα απόλυτα συγχρονισμένα μέλη. Για μένα αποτελεί ακόμα μυστήριο το πώς ακριβώς η μουσική και η όλη ατμόσφαιρα μιας συναυλίας μπορούν να μεταφραστούν σε τόσο έντονες εικόνες των οποίων τη φύση δεν αποδίδω ούτε στο ελάχιστο μ’ αυτές εδώ τις αράδες. Κάτι τέτοιες στιγμές είναι που αναρωτιέμαι πώς κατάφερε ο Aldous Huxley να γράψει τις Πύλες της Αντίληψης.
Αλλά τέλος πάντων, ας γυρίσουμε στο παρόν θέμα. Οι Kikagaku Moyo ανέβηκαν στη σκηνή κι εγώ για εξαιρετικά καλή μου τύχη βρίσκομαι στην πρώτη σειρά. Ήταν ομολογουμένως θέση κλειδί όσον αφορά το πως βίωσα το εν λόγω λάηβ. Ούσα μια ανάσα μακριά απ’τη μπάντα κι όντες αυτοί αυτό που είναι, με την αγάπη τους για τη μουσική να ξεχειλίζει σε κάθε νότα, αλλά και τα ντροπαλά και παιδικά “thank you” που μας έλεγαν ανά διαστήματα, ο χώρος έγινε σταδιακά ένα μεγάλο ρευστό σαλόνι, όπου όλοι ήμαστε φίλοι, συγκρότημα και κοινό μαζί, με τη μουσική να γεμίζει κάθε γωνιά της ψυχής. Όταν δε, κάπου στη μέση του σετ, οGo άφησε τα ντραμς και ο Tomo έπιασε το τσέλο για να γίνει ένα ακουστικό«διάλειμμα», με κομμάτια όπως το “Cardigan Song” , μπορούσες εύκολα να νιώσεις την ευδαιμονική γαλήνη όλων.

Κι αυτό ακριβώς το συναίσθημα είναι που με συντρόφευσε μέχρι το τέλος του λάηβ ακόμα και μέχρι το σπίτι. Επανέρχεται ακόμα, κάθε φορά που βάζω ένα δίσκο τους να παίξει. Αν, λοιπόν, βρεθείτε στην Αθήνα στις 7 του Δεκέμβρη, να πάτε να τους δείτε. Σε σκοτεινούς καιρούς όπως αυτοί που ζούμε τώρα, η όμορφη μουσική των Kikagaku Moyo είναι μια πηγή γαλήνης και ευτυχίας που χρειαζόμαστε περισσότερο απ’ ό,τι νομίζουμε.
While I was cursing, not always internally, after I first heard that Kikagaku Moyo are expected to pop by Fuzz Club in Athens on the 7th of December, I stumbled upon an announcement from a local venue sometime around the middle of October, here in the North, about us going to have the opportunity to dive head-first into the warm and welcoming psychedelic waters of the Japanese hippies. Needless to say, the ticket was bought almostinstantly.
So, Maida Vale, an all-female psychedelic rock band from Stockholm, already counting two records ever since their formation in2012, were to play as the supporting act. They left me positively surprised with their performance, even if I was admittedly negatively predisposed. You see, in most of the live concerts I’ve been to up here, the supporting acts were devoid of purpose, yet full of pretentiousness hidden under a veil of avant-gardeness. Maida Vale were “lagom”, as we say up here, meaning “ justright”; simple -but not simplistic- melodies, easy to follow and get lost to, impeccable stage performance mainly in terms of movement, as the vocalist of the band, Matilda Roth, was channeling the witch-y energy of all the rest towards us in the audience. Overall, they left me wondering whether Fuzz Club Records ever noticed them. They would surely be a nice addition.
The curtains closed again, and the witch-y energy was pretty much gone, only to be succeeded by the vigorous calmness of Kikagaku Moyo, timidly coming on stage, as the curtains were being drawn once again.
Somewhere around this time, I see it fit to say a few things about why I like going to concerts and why I mostly do it alone. The obvious answer is to see your favourite bands perform right in front of your eyes, of course. But moving beyond this, some concerts are a unique musical, emotional and spatial, overall kind of transcending experience, that presents the spectator with different aspects of (their) reality. The venue can suddenly turn into a vast emptiness with you floating in it as a bird flies over a city, distanced from the various occurrences beneath it, or to a huge entity with you and all its different parts in sync. It’s still a mystery to me how the music and the overall ambience of a concert are translated into such vivid imagery, to which I admittedly do little credit through writing these words. At times like these I wonder how Aldous Huxley managed to write Doors of Perception.
But anyway, back to our topic. Kikagaku Moyo come onstage and I fortunately find myself in the front row. That played a key role in how I experienced this concert. Being so close to them and them being them,with their unity and love of music oozing out of every chord struck as well astheir shy and innocent “thank you”s, gradually turned the whole space into alarge, fluid living room, where we were all hanging out, band and audience, with music filling up every nook and cranny of our souls. When, around the middle of the set, Go left his drums and picked up an acoustic guitar and Tomogot his cello to lay down some acoustic songs, such as the “Cardigan Song”, you could easily feel that everyone was blissfully at peace.
And that blissfully peaceful feeling was what accompanied me throughout the rest of the concert and until I got home. Or even when I play their records, since last Sunday. So, if you find yourself in Athens on the 7th of December, please go. At dark times like these, Kikagaku Moyo’s beautiful music is a much needed source of peace and happiness.
phren