Πέταξα το κέρμα ψηλά και το περίμενα να πέσει. Η πτώση του ήταν σαδιστικά αργή και βασανιστική, χωρίς υπερβολή τού πήρε δύο μήνες μέχρι να αναπαυτεί ακίνητο στα πόδια μου. Πλησίασα κοντά και πάνω έγραφε Galway. Εκεί είχα βρει τη δουλειά που έψαχνα και με μια μπρούτζινη ηχώ η μοίρα μου με φώναξε κι άλλο προς τη Δύση. Και κάπως έτσι, βρέθηκα να ζω ανάμεσα σε τρία μέρη – μεγάλη αλλαγή για κάποιον που τα προηγούμενα 35 χρόνια άλλαζε σπίτια μέσα σε ένα πατησιώτικο τετραγωνικό χιλιόμετρο. Φίλοι, συγγενείς, ακόμα πίσω στην Αθήνα. Η βάση της οικογενειακής μας μετακίνησης, ακόμα στο Δουβλίνο. Κι εγώ μόνος με τα μπρούτζινά μου καλέσματα, να διασχίζω την όμορφη αυτή χώρα σε σιωπηλά τρένα, ανοίγοντας νέα μάτια προς τη Δύση.
Τι είναι όμως το Galway; Είναι το ρομαντικό και χαλαρό μέρος που γράφουν οι ταξιδιωτικοί οδηγοί, το πολιτιστικό κέντρο της Ιρλανδίας, ένα ευρωπαϊκό San Francisco ή ένας δυνατός οργασμός για τους ταξιδευτές; Χωρίς δεύτερη σκέψη, ναι, είναι όλα αυτά. Είναι όμως και τόσα ακόμα: Είναι οι άγριοι άνεμοι που δεν αφήνουν εύκολα το τσιγάρο μου να κάψει. Είναι η ορμή του ποταμού Corrib που διασχίζει εκκωφαντικά την πόλη και χυμάει θυμωμένα στον γκρίζο Ατλαντικό. Είναι τα πράσινα πάρκα και οι πέτρινες αψίδες, οι αναποδογυρισμένες βάρκες, τα νούφαρα, οι γλάροι, τα βράχια και τα αγάλματα των ποιητών. Είναι το μετρήσιμο, πολύχρωμο πλήθος που ακολουθεί το δικό του ρεύμα, ονειροπολώντας μελωδικά και ράθυμα, ενώ κατηφορίζει το πλακόστρωτο προς τον ωκεανό. Πάνω από όλα το Galway είναι η πόλη των buskers, των μουσικών του δρόμου. Σχήματα από όλη τη χώρα μαζεύονται και στριμώχνονται στη Shop street για να παίξουν ένα δίωρο εδώ. Ακόμα πιο εντυπωσιακό το γεγονός ότι άνθρωποι από όλη τη χώρα έρχονται επίσης απλώς για να τους ακούσουν. Σας φαίνεται αστείο; Κι όμως, εδώ οι δρόμοι τραγουδάνε. Μοιάζει σαν να παράγουν μουσική τα παπούτσια σου. City of the tribes, τη λένε, “η πόλη των ξένων” κατά το Gaelic όνομα της. Οι ταξιδιώτες σταματούν για λίγο εδώ.
Είναι η τέταρτη βδομάδα που ζω σε ένα ψιλοάθλιο hostel. Είναι άβολο σίγουρα, προσφέρει όμως τη δυνατότητα να δω τους ταξιδιώτες από κοντά. Συνήθως δεν είμαι κοινωνικός και προτιμώ να περνάω χρόνο με τις μουσικές και τα γραπτά μου, τους παρατηρώ όμως. Φοιτητές από όλα τα μέρη της γης που ψάχνουν να βρουν ένα κρεβάτι στην πόλη. Περαστικοί Αμερικάνοι, κακομαθημένοι Γαλλογερμανοί, σιωπηλοί Σλάβοι. Τους παρακολουθώ σε έναν σταθμό της παράξενης ζωής τους, αναρωτιέμαι πώς βρέθηκαν εδώ, που πάνε, τι σκέφτονται. Μοιάζει με ένα είδος purgatory: όλοι είμαστε περαστικοί εδώ, όλοι θα πάμε κάπου αλλού μετά, όλοι ζούμε μια αναμονή. Παράξενο μέρος. Στο σαλόνι παίζει 24 ώρες την ημέρα παλιά επεισόδια του κλασικού show “Only fools and horses” σε μια ακατανόητη πλύση εγκεφάλου. Πολλοί μετρούν τις περαστικές ώρες χαζεύοντας το ομιλούν κουτί. Όλες αυτές οι φάτσες θα ξεχαστούν, κι εγώ περαστικός είμαι εξάλλου. Νομίζω όμως ότι κάπου στις αναμνήσεις μου θα μείνει ο Ludovico που πήρε τις μπαγκέτες του, άφησε τη Σικελία και βρήκε τον παράδεισό του στην Ιαπωνία, αναγκάστηκε όμως να επιστρέψει στην Ευρώπη για να αντέξει η μαμά του. Ή τον Andy από τη Γαλλία που σύντομα θα είναι καθηγητής Φυσικής, αλλά η μουσική θα έχει χάσει έναν φοβερό κιθαρίστα. Ή τον Ιρλανδό junkie που με φώναζε amigo, του οποίου η ξεχαρβαλωμένη ζωή δεν μπορούσε να χαλάσει τη χρυσή του καρδιά.
Μοιάζει λίγο η ζωή με αλχημεία. Η σκέψη έγινε πράξη, η πράξη βήμα, το βήμα τοπίο, το τοπίο χρώμα, το χρώμα νέα ζωή. Η φαντασία έγινε ποτάμι. Η Ράνια κι ο Νηρέας έρχονται σε λίγες μέρες, η ζωή θα ξαναγίνει πιο κανονική, αλλά η περιπέτεια έχει αφήσει το στίγμα της: οι σκέψεις γίνονται ποτάμια. Μπήκε ο Οκτώβρης, οι τουρίστες σιγά σιγά εξαφανίζονται κι εγώ λούζομαι στις πρωινές ομίχλες σαν ντόπιος.
Ας μιλήσουμε και λίγο για τα “δικά μας”: Emerald Haze Dublin
…ή αλλιώς το Roadburn του φτωχού Ιρλανδού. Φεστιβάλ που έλαβε χώρα στο Δουβλίνο στις αρχές Σεπτέμβρη. Σκόπευα να το καλύψω κανονικά, όμως το βίωσα πολύ προσωπικά και δεν μου φτάνει κι ο χώρος. Σε ένα διήμερο και σε δύο σκηνές είδα μια παρέλαση 25 περίπου γκρουπ στον χώρο του doom/psych/stoner και τα λοιπά. Λίγα μόνο σχόλια κι εντυπώσεις: Χώρος μέτριος. Η μία σκηνή ήταν τίγκα με 30 άτομα, είχε καλό ήχο και γενικώς τα ’σπαγε. Η κύρια σκηνή –και δυστυχώς το διασημότερο metal venue της πόλης– ήταν ένα στενόμακρο χάλι. Ο ήχος μετριότατος στα περισσότερα γκρουπ. Ο κόσμος λιγότερος από ό,τι θα περίμενα (500 άτομα στο peak του), κλασικά βορειοψυχρούλης στις μπάντες, σαν να είσαι στο Αν Club σε true metal live σαν φάτσες/ συμπεριφορά. Το επίπεδο των συγκροτημάτων ήταν όμως πραγματικά πολύ καλό.
Από Ιρλανδικές μπάντες, προτείνω να τσεκάρετε τους Nomadic Rituals και το τελετουργικό doom/death τους, το πυρακτωμένο stoner των Ten Ton Slug και το σαλεμένο alternative των The Magnapinna.
Στις στιγμές που ξεχώρισαν πρέπει να αναφέρω τους εξαιρετικούς Γάλλους Blaak Heat, ο βαριά ψυχεδελικός ήχος των οποίων γίνεται μυσταγωγικός με όλες αυτές τις αναφορές στην Ανατολή. Οι headliners της πρώτης μέρας Church Of The Cosmic Skull ήταν επίσης πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση. Η επταμελής κολεκτίβα από το Nottingham έχει το κοινό της κι ένα πολύ ενδιαφέρον κράμα classic rock/prog/psych με Abba attitude. Το περσινό άλμπουμ των Lord Vicar μού είχε φανεί βαρετό, live όμως σκοτώνουν και πώς όχι άλλωστε; Η βαριά κληρονομιά του Vicar (Reverende Bizarre) και του Christian Linderson (Saint Vitus, τι άλλο θες;) είναι αρκετή.
Μιλώντας για παραδοσιακές αξίες, καλοί αλλά κατώτεροι του studio φάνηκαν οι Dread Sovereign (του λατρεμένου Alan Nemtheanga των θεών Primordial), οι Death The Leveller (συνεχιστές των Mael Mordha) και οι Iron Void (δυστυχώς μακριά από τα μεγαλεία των Solstice).
Κορυφαία μπάντα του φεστιβάλ ήταν σίγουρα οι headliners Solstafir. Δεν τους είχα δει ποτέ και ομολογώ ότι δεν περίμενα να είναι ΤΟΣΟ καλοί. Η εμφάνιση τους ήταν αρκετή για μένα για να τους κατατάξω πολύ ψηλότερα στη συνείδησή μου. Η απόλυτη Αποκάλυψη του διημέρου, όμως, ήταν οι απίθανοι, ασύλληπτοι, εντελώς απερίγραπτοι Σκωτσέζοι The Cosmic Dead. Μιλάμε για ζωντανή εμπειρία πολύ πέραν του αναμενομένου ή του φυσιολογικού, ένας κατακλυσμιαίος ψυχεδελικός τυφώνας ικανός να παρασύρει τα πάντα. Ίσως το κορυφαίο psych live που έχω ποτέ μου βιώσει.
Με τους απόηχους από βαριά παραμορφωμένες κιθάρες, από το hurdy gurdy της Anne ή τις uilleann pipes της Siobhan, το φρέσκο αεράκι της Ιρλανδίας φωνάζει “Φθινόπωρο!’’.
Αντώνης Καλαμούτσος