Η ευχή και κατάρα μαζί των Silver Mt Zion ήταν το γεγονός πως δεν γινόταν να ειδωθούν ξεχωριστά από τους Godspeed You! Black Emperor από τους οποίους προήλθαν. Αν έμεναν στο αριστουργηματικό χαμηλότονο ντεμπούτο τους, θα ήταν διαφορετικά, καθώς θα μιλάγαμε για άλλη μια δουλειά μελών της προαναφερόμενης μουσικής κολεκτίβας η οποία έχει τη δική της αυτονομία, όπως συνέβη με τις περιπτώσεις των Set Fire To Flames, Esmerine και Valley Of The Giants. Η συνέπεια τους όμως στο πέρασμα του χρόνου, η παρόμοια αισθητική με τους GY!BE και η λυρική απόδοση της μουσικής τους τους τοποθέτησε στην δυσάρεστη για αυτούς σύγκριση με τους…καταλάβατε ποιους.
Για αυτόν τον λόγο, αυτό που τους έκανε να ξεχωρίζουν από κάθε μπάντα της Constellation έγινε και το τρωτό τους σημείο στα μάτια των παλιών τους φίλων. Μιλάμε για την ψιλή φωνή του Efrim (νόθου παιδιού του Εφραίμ; ίσως), η οποία καθώς ανέλαβε πρωτεύοντα ρόλο στη μουσική τους τούς μετέβαλε σε ένα σχήμα που αυτό που παίζει δεν έχει καμία σχεδόν σχέση με το ορχηστρικό rock/post rock. Προσωπικά αυτή η ανισότητα μεταξύ μιας φωνής που σχεδόν παράγει οιμωγές και του ήχου μιας μπάντας που δείχνει να μην ξετυλίγεται όπως θα την φανταζόμασταν αρχικά με έκανε να κρατώ αποστάσεις από κάθε τους δουλειά μετά το 2003.
Έρχεται όμως το νέο δημιούργημά τους και είναι σαν να βρίσκουν αυτό που έλειπε. Αρχικά είναι σαν να μην άλλαξε τίποτα, αλλά προχωρώντας ήδη από τη μέση του εναρκτήριου κομματιού συναντάμε μια έκρηξη ήχων που δεν είναι παροδική αλλά πηγαία και σταθερή. Η μπάντα γνωρίζει πλέον που να τοποθετήσει τις συνθετικές απαραίτητες ανάσες, πώς να καταλήξει σε εμπνευσμένα φινάλε και πώς να προστατεύσει την ευαίσθητη φωνή του Efrim. Ανάμεσα σε κιθάρες χωρίς φρένο, βιολιά του χαμού και ρυθμούς που πατάνε γερά, συναντάμε μια μουσική που φαντάζει αισθητικά σίγουρη για τον εαυτό της και πολιτικά όχι τόσο σίγουρη για το αύριο αυτού του κόσμου. Μέσα από το βλέμμα ενός παιδιού, καθώς έχουμε αρκετά μέρη όπου ακούγεται μια παιδική φωνή και πολλούς στίχους που αναφέρονται σε αυτά, όλα αντιμετωπίζονται με τη σοβαρότητα που απαιτεί ένα παιχνίδι και την αθωότητα μιας αργής ωρίμανσης.
Περιέργως σε κανένα σημείο του δίσκου αυτή η ευαισθησία δεν σπάει σε χίλια κομμάτια μεταφραζόμενη σε υπερβολικό λυρισμό και αδικοχαμένα δάκρυα, αλλά παραμένει συμπαγής και αιωρούμενη στην ατμόσφαιρα κάθε τυχερής ακρόασης. Ακόμη και όταν στίχοι όπως αυτοί στέκουν όρθιοι στην μέση του “What We Loved Was Not Enough” : “There’ll be war in our cities/ and riots at the mall,…all our children gonna die…and the day has come, when we no longer feel” , δεν ακούγονται επιτηδευμένοι, αλλά απλώς ως οξυμένα μέρη ενός δίσκου που μπορεί να μην αναδειχθεί ως η αποκάλυψη του 2014 αλλά πείθει για την ειλικρίνεια του και την συναισθηματική ένταση που αποπνέει.
Μπάμπης Κολτράνης
συγνώμη για τις αβλεψίες, έχασα τα γυαλιά μου!
πόσο συμφωνώ και πόσο χαίρομια για την “παρουσίαση” ενός άλμπουμ που εκτιμώ όλο και περισσότερο κάθε φορά που αφήνω τι; οιμωγές του Εφραίμ, τα παιδιά της χορωδίας και τη συμφωνία των οργάνων να με καταλάβουν…