Μια μορφή άγγιξε ένα όργανο, ένα μέσο έγινε όχημα, μια στροφή μεταμορφώθηκε σε ευθεία προς το επέκεινα και η μουσική επανέρχεται ζωντανή, αθάνατη και αλώβητη μαζί, ξανά και ξανά. Ο John Coltrane αγέλαστος, θεόρατος, σκυφτός, ζωσμένος από το πάθος να εφευρίσκει σε κάθε συναυλία του νέα solo, να ρωτά τους συμπαίκτες του με παιδικότητα αν αυτά που παίζει είναι σωστά, να μην δέχεται να κάνει τον διασκεδαστή των λευκών, να ξεπερνά τον εθισμό του από τα ναρκωτικά, να κυριεύει με τον άγριο ήχο του τα πάντα όντας δοσμένος στο σαξόφωνο του ολοκληρωτικά.
Είναι γεγονός πως πέρασαν πάνω από είκοσι χρόνια μετά τον θάνατο του το 1967, για να κατανοήσουν ακόμη και οι ειδήμονες της jazz το τί έπαιζε ο Coltrane. Όπως η καταδικαστική του αρρώστια είχε περάσει απαρατήρητη, έτσι και οι ήχοι του μείναν αινιγματικοί στην ιστορία που τελικά δεν άργησε να τον δικαιώσει καθώς εδώ δεν μιλάμε με όρους επιρροής στην σύγχρονη μουσική αλλά με όρους θεμελίωσης της. Πενήντα στουντιακές ηχογραφήσεις, σε περίπου μια δεκαετία, αποπνέουν όλα αυτά που είναι και άλλα τόσα που σίγουρα ακόμη δεν έχουν ανακαλυφθεί σε αυτό που θα ονομάζαμε μουσικό σύμπαν του.
Ανά διαστήματα βλέπουν το φως ακυκλοφόρητες ή πρώην πειρατικές ζωντανές ηχογραφήσεις του, όλες με την δικιά τους σημασία, συμβολίζοντας κάθε ξεχωριστή περίοδο της ζωής του και του έργου του. Εξάλλου αυτά τα δυο είναι απολύτως συνυφασμένα μεταξύ τους, από το πρώτη του συμμετοχή σε μπάντα του αμερικάνικου πολεμικού ναυτικού το ’46, μέχρι το λυσσασμένο τελευταίο live του το ’67 στην Νέα Υόρκη γνωρίζοντας ο ίδιος πως ο θάνατος του πλησιάζει. Το ’61 λοιπόν μπορεί να χαρακτηριστεί η μεταβατική του χρονιά καθώς χώνευε τις αλλαγές που έφερνε η free jazz και επεξεργαζόταν αρχικά πάνω στο ήδη κατατεθειμένο έργο του τις νέες κατευθυντήριες γραμμές που δεν θα αργούσαν να φανούν. Δίπλα του εκείνη την περίοδο ήταν αρχικά ο πιανίστας McCoy Tyner και drummer Elvin Jones, αμφότεροι συμμετέχοντας στον μαγικό δίσκο A Love Supreme του 1965. Επίσης δυο μπασίστες συνόδευαν την μπάντα, οι Art Davis και Reggie Workman, με τον σαξοφωνίστα Eric Dolphy (άλλη ιστορική μορφή της jazz) να ενσωματώνεται προς το τέλος της χρονιάς εκείνης στο τελικό σχήμα.
Η αποτύπωση των ζωντανών επιδόσεων εκείνης της περιόδου περιέχεται εδώ με την μορφή δυο ολόκληρων συναυλιών, μιας από το Newport φεστιβάλ τον Ιούλη και της άλλης από την συναυλία στο Ελσίνκι τον Νοέμβρη. Τα κομμάτια που ακούγονται αποτελούν τα κλασσικά του που επέλεγε ο Coltrane να καθοδηγήσει κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο, όπως χαρακτηριστικά αποδεικνύεται και εδώ με την ασυναγώνιστη διασκευή του στο “My Favorite Things” το οποίο στην πρώτη συναυλία διαρκεί 16μιση λεπτά και στην επόμενη 21, ενώ η στουντιακή εκτέλεση διαρκεί 13μιση λεπτά! Αυτή ακριβώς είναι η σύνθεση που και σε αυτές τις συναυλίες του, δίνει τον τόνο της κατάδυσης από τον μελωδικό βατήρα του βασικού θέματος στα βαθιά νερά του οργιαστικού αυτοσχεδιασμού. Αυτός εξάλλου είναι ο χαρακτήρας της μουσικής του Coltrane, να σε τραβά από το μανίκι εντυπωσιασμένο με το σβέλτο “Impressions”, να σε θέλγει ερωτικά με τα “Naima” και “I Want To Talk About You” βγάζοντας της υποβόσκουσα ένταση κάθε πάθους και να σε αφήνει να ξεχνιέσαι ταξιδεύοντας με τo “Blue Train”.
Ως προς την πιστότητα του ήχου των συγκεκριμένων ζωντανών ηχογραφήσεων, σίγουρα υπάρχουν πολύ πιο ευκρινείς οι οποίες έχουν κυκλοφορήσει πριν και μετά τον θάνατο του Coltrane. Ως προς την αύρα όμως των εκτελέσεων που απαρτίζουν αυτές τις δυο συναυλίες, κάθε περαιτέρω σχόλιο θα άγγιζε την σφαίρα του μυθικού, όπως πάνω σε κάθε αποτύπωση της μουσικής του η οποία δεν μένει απλά ατόφια στο πέρασμα του χρόνου, αλλά κάνει τον χρόνο να κολλά κάθε εποχή του πάνω της.
Μπάμπης Κολτράνης