Μια φορά και έναν καιρό γεννήθηκε ένα συγκρότημα κάπου πολύ μακριά, στην Ιαπωνία για την ακρίβεια, που μέσα από πολύ δουλειά κατάφερε να αναδειχθεί ως μια από τις πιο εστέτ και σημαντικότερες μπάντες του ορχηστρικού ήχου. Αντιθέτως με το τί συμβαίνει στο είδος αυτό, η πρώτη φορά που ακούει κάποι@ έναν δίσκο των Mono δεν προκαλεί ρίγη ενθουσιασμού αλλά χρειάζεται μια προσήλωση για να εκτιμηθεί η μουσική δεινότητα τους που κρύβεται στις φαινομενικά απλές συνθέσεις τους. Από το σημείο αυτό και πέρα είναι σχεδόν σίγουρο πως τον σκοπό τους τον πετυχαίνουν και με το παραπάνω.
Έτσι και με αυτόν τον δίσκο τους, όπου εγκαθιδρύεται η μεταστροφή τους σε συμφωνικά και κλασικίζοντα μουσικά χωράφια, χρειάζεται χρόνος και προσοχή για να εκτιμηθεί καταλλήλως. Προσωπικά, είμαι ο τελευταίος που θα αποθεώσει την στροφή στο έργο τους, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να εξαφανιστούν τα βαθύπνοα και άκρως ατμοσφαιρικά κομμάτια που σφράγισαν την πρώτη τους περίοδο. Δεν μπορώ όμως να μην παραδεχθώ πως ακόμη και τότε οι βασικές τους επιρροές που οι ίδιοι δήλωναν, δεν ήταν τα πρώιμα post rock σχήματα, αλλά ο Ennio Morricone και διάφοροι ιστορικοί συνθέτες της κλασσικής μουσικής. Άλλο ένα σημείο που αποδεικνύει την αγνότητα των προθέσεων τους είναι πως δεν αρκέστηκαν να μείνουν σε ότι είχαν πετύχει μέχρι ένα σημείο, αλλά συνέχισαν να ψάχνουν κάθε έκφραση λυρικότητας, σχεδόν πάντα με αριστουργηματικά αποτελέσματα.
Στα του δίσκου, επιτέλους και παρ όλες τις υποσχέσεις παντοτινής συνεργασίας, άλλαξαν τον Albini από την θέση του παραγωγού και έφτιαξαν με την βοήθεια του Henry Hirsch μια παραγωγή που αρμόζει στον σημερινό τους καθαρό ήχο. Η Wordless Music Orchestra είναι πάλι εδώ, αλλά πλέον δείχνει να έχει ενσωματωθεί πλήρως στην δομή και την φύση των συνθέσεων. Πέρα από τις μελό υπερβολές που υπάρχουν κυρίως στο εισαγωγικό “Legend” και το τελευταίο κομμάτι του δίσκου “A Quiet Place”, το album έχει αρκετές όμορφα ισορροπημένες στιγμές, οι οποίες ξεχνώντας τί μπορεί να περίμενε σήμερα από αυτούς ένας παλιός τους οπαδός, δεν τους αξίζει να χαρακτηριστούν ως απλώς ένα μουσικό χαλί για ντοκιμαντέρ του National geographic!
Πόσο μάλλον όταν η θεματολογία του δίσκου επικεντρώνεται σε μια πηγαία αφιέρωση στους γονείς (τους) και σε μια αθώα νοσταλγικότητα για τα περασμένα. Κάτι το οποίο μελωδικά στηρίζεται αξιοπρεπώς , όχι ίσως στο επίπεδο των δουλειών που τους καθιέρωσαν στο παρελθόν αλλά σίγουρα με πιο μεστό τρόπο σε σχέση με τον προηγούμενο τους δίσκο και και τους αμέτρητους άλλους που βγαίνουν σωρηδόν στο είδος της ορχηστρικής μουσικής.
Μπάμπης Κολτράνης