Συνηθίζεται να χρησιμοποιούνται βαρύγδουπες εκφράσεις, όταν αναφερόμαστε σε συγγραφείς που δεν ζουν πλέον, ειδικά όταν έχουν φύγει, σε όχι μεγάλη ηλικία, για το ταξίδι που δεν έχει γυρισμό. Στον Κοντοδήμο που έζησε ως τα τριανταέξι του δεν ταιριάζει κανένα είδος επικήδειου. Με τα βιβλία του σου κλείνει το μάτι σκανταλιάρικα αποκαλύπτοντας σου τις απόκρυφες σκέψεις του, τις φάρσες του, τα μελλοντικά του σχέδια που έμειναν στο χαρτί, τα σενάρια που δεν πρόκειται να γίνουν ταινία ποτέ. Ασφυκτικά καταχωρημένος στην θολή κατηγορία της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, το έργο του, αν και έχουν περάσει σχεδόν δυο δεκαετίες, παραμένει ζωντανό και ακόμη αταίριαστο με οτιδήποτε άλλο κυκλοφορεί σήμερα.
Στο εξαιρετικά δυσεύρετο Σιγά τον πολυέλεο ξετυλίγει μια καθαρά βιωματική ιστορία που έχει ως αφετηρία την εμπειρία του ως στρατιώτης και τη συνέχεια της ως τρόφιμος ψυχιατρείου. Εδώ συνομιλεί με τα θεία, τους ανώτερους του στο στράτευμα, τον γιατρό του, την νοσοκόμα του, τον εκδότη του, την μεταφράστριά του, τα φιλαράκια του, τον θάνατο με τρόπο φυσικό, σε στιγμές άκρως κωμικό και σε άλλες άκρως συγκινητικό.
Δυστυχώς στην ντόπια λογοτεχνία, όπου η έκδοση αποτελεί αυτοσκοπό και η εξουσία, μηντιακή ή πολιτική, ένα εύγεστο ξεροκόκαλο, ο Κοντοδήμος με τα γραπτά του, τις πράξεις του και τις ιδέες που πρέσβευε (όταν, για παράδειγμα, ως οικοδεσπότης σε λογοτεχνική εκπομπή σε κρατικό κανάλι δήλωνε ότι δεν έπρεπε οι καλλιτέχνες να ζητάνε επιχορήγηση από το κράτος εφόσον υποτίθεται πως ήθελαν την κατάργηση του) δεν βρίσκει τον χώρο του. Συνέπεια αυτού είναι να βρίσκεται εύκολα μόνο το βιβλίο του Ο γιος που δεν θα θέλατε να έχετε.
Παρ’ όλα αυτά, η κριτική του και η αποδόμηση όσων καταγράφει στα βιβλία του παίρνουν την εκδίκηση τους κάθε φορά που γυρνάμε τις σελίδες και αισθανόμαστε τα ίχνη του μελανιού ως σχεδόν δικά μας αποκυήματα δημιουργικής φαντασίας.
Τα νεκροταφεία δεν είναι όμορφα. Δηλαδή, έχουνε μια μελαγχολία, που πολλές φορές μπορεί και να σε κάνει να νιώθεις περίεργα. Μερικά είναι κι ενδιαφέροντα από τουριστικής απόψεως, όπως τα καθολικά με τις πλάκες, το Στρατιωτικό της Ουάσινγκτον, που σου βγαίνει το μάτι να βλέπεις χιλιόμετρα και χιλιόμετρα ταφόπετρες, ή της Νέας Ορλεάνης, με τους τάφους χτισμένους πάνω απ’τη Γη σαν σπίτια. Αλλά όμορφα, όχι, δεν είναι.
Τα δικά μας βέβαια, τα Ορθόδοξα Ελληνικά, είναι σκέτη μαυρίλα΄βρώμικα κι υγρά και με κάτι το ματ να γράφει τον ουρανό πάνω τους. Για να μη μιλήσω για τους επισκέπτες…Μερικοί πάνε και κάθονται πάνω από τους τάφους και θυμούνται. Άλλους τους πιάνουν τα κλάματα. Κάποιοι καθαρίζουν τα μάρμαρα, πάνε λουλούδια. Εργάτες ξυρισμένοι, με βρώμικα ρούχα και στόματα κάνουν ανακομιδές, σαν να οργώνουν χωράφια΄πετάνε το κρανίο του ανθρώπου σου με το φτυάρι στο καρότσι, σαν τούβλο, σπάνε άτσαλα τα κολλημένα ρούχα για να χωρίσουν τα κόκκαλα, φτύνουν τα χέρια τους άμα τελειώσουν – κι έπειτα απαιτούν και πουρμπουάρ. Παπάδες επαγγελματίες, που την στήνουνε δίπλα στα οστεοφυλάκια, διαβάζουνε το νεκρό σου έναντι πινάκιου φακής – ή χοιρινού. Μυρίζει λιβάνι και σκαμμένο χώμα. Σαπίλα.
Στα γκραν γκινιόλ, τα μεσάνυχτα οι νεκροί σηκώνονται. Στην πραγματικότητα οι νεκροί δε σηκώνονται ποτέ. Γι’αυτό γυρίζουμε γκραν γκινιόλ έργα. Γι’αυτό τ’αγαπάμε. Γι’αυτό και τα κοροϊδεύουμε.
Οι κηδείες των νέων είναι ότι χειρότερο. Γιατί, εκτός από τ’άλλα, πρέπει να συλλυπηθείτε και τους γονείς. Μην πηγαίνετε σε κηδείες νέων. Μην τους κάνετε κηδείες. Μην τους αφήνετε να πεθαίνουν.
και ένα άλλο απόσπασμα, από το πρώτο μάθημα στην σχολή του Παραδείσου που μεταβαίνουν οι δυο πρωταγωνιστές του βιβλίου, Αλέκος και Φίλιππος:
“Λοιπόν, αυτά από πλευράς παράδοσης”, ανακοίνωσε εκείνη την ώρα ο Μωυσής. “Καμία απορία;”
“Εγώ, κύριε”, διέκοψε τον διάλογο του με τον Γκράμσι ο Μαρξ.
“Κύριος είναι μόνο ένας εδώ, Κάρολε. Μην το ξεχνάς. Εγώ είμαι μόνο ο προφήτης Του. Και στα σχολεία, όταν ζητάμε τον λόγο σηκώνουμε το δάχτυλο και όχι την γροθιά. Σ’ακούω τώρα”.
“Αν συνοψίσουμε τα όσα είπατε περί δημιουργίας και κοινωνίας, αν και περιμένουμε ακόμα και την έκθεση του συναγωνιστή Δαρβίνου για το θέμα, καταλήγουμε προφανώς στο συμπέρασμα, ότι, εάν υφίσταται, η μετάλλαξη αυτή της σάρκας σε πνεύμα καθορίζεται από το κοινωνικό προτσές και υπάγεται αυστηρά σε ιστορικούς νόμους οι οποίοι…”
“Όχι – μα δεν έχεις καταλάβει τίποτα μετά από τόσα χρόνια εφαρμογής των βλακώδων θεωριών σου στη γη; Βασικά, το σώμα ενυπάρχει στο πνεύμα και είναι αυτό που…” πήγε να πει ο γέροντας που το μάτι του δεν είχε εγκαταλείψει ούτε στιγμή τις δραστηριότητες της επιμελήτριας.
“Δηλαδή, μπάρμπα Σωκράτη, το πνεύμα σου την είχε παρατήσει τη νόμιμη σύζυγο και κυκλοφορούσε το δεκαεφταράκι;” ρώτησε ο γνωστός στον Αλέκο γιατρός. (εννοεί ο Φρόυντ)
“Α, εσύ να μην ανακατεύεσαι στα προσωπικά μας, έτσι; Δε φτάνει που σε έχουν χατιρικά εδώ μέσα…”μπήκε, ως συνήθως, σφήνα και ακάλεστος ο Πλάτων.
“Χατιρικά;”
“Αφού εσύ είσαι γιατρός κι όχι φιλόσοφος”.
“Δεν νομίζω ότι το πνεύμα σου λειτουργεί όσο χρειάζεται διαλεκτικά, σύντροφε Πλάτωνα”, είπε ο Ένγκελς.
“Δε λειτουργεί καθόλου θες να πεις, από τότε που αποσυνδέθηκε απ’το πουλί του”, επέμεινε ο Βίλχελμ Ράιχ από μια γωνιά κι έριξε μια σαΐτα οργόνη προς το Αγγελάκι, που στην προσπάθεια του να την αποφύγει, ακούμπησε τάχα τυχαία στον ώμο του Αλέκου.
“Σας παρακαλώ, ρε παιδιά, σας παρακαλώ”, τους διέκοψε ο Μωυσής από καθέδρας.”Έχουμε φάει κοντά έναν αιώνα μαθήματα μ’αυτή την ιστορία. Και τί εντύπωση θα κάνουμε στους νέους μαθητές;”
“Μπα, δεν πειράζει”, είπε ο Αλέκος, “το κάναμε και στο Στρατό αυτό. Πες-πες μαλακίες, περνάει η ώρα ως το Απολυτήριο. Και δε μου λέτε, κάθε πότε έχουμε μάθημα;”
“Κάθε Τρίτη για δυο ώρες”, τον πληροφόρησε σκεφτικός ο Λάκυ Λουτσιάνο, του οποίου τη φιλοσοφική προσφορά θα πρέπει να έχουμε υποτιμήσει σοβαρά εδώ στη Γη.
“Ώσπου να ‘ρθει η ώρα της κρίσης”, συμπλήρωσε.
“Θεούλη μου!” έκανε ο Φίλιππος. Είκοσι αιώνες μ’αυτούς… Θεούλη μου!”
“Μην επικαλείσαι τ’όνομα Του επί ματαίω”, του είπε ο Απόστολος Παύλος. Αυτός το κανόνισε το πρόγραμμα. Και τους είκοσι τελευταίους αιώνες, μας έχει κόψει και τις εκπαιδευτικές εκδρομές. Ούτε Ρώμη ούτε Κόρινθος ούτε Έφεσσος πια… Μόνο επιστολές μπορώ να στέλνω στους γνωστούς μου. Κι αυτές αριθμημένες”.
Μπάμπης Κολτράνης