Υπάρχουν συγκροτήματα που δεν δυσκολεύονται να βρουν απήχηση, όχι στον βαθμό που οι manager και κάθε είδους παρατρεχάμενοι θα ποθούσαν, αλλά στον βαθμό εκείνο που τα ίδια τα σχήματα να κατορθώνουν με μιας να κερδίζουν τον ανυποψίαστο υποψήφιο ακροατή. Με διάφορες παραλλαγές, θα μπορούσε αυτό το θεωρητικό σχήμα να απεικονίζει την εποχή των αρχών του ‘90 όπου το underground της προηγούμενης περιόδου προσέφερε αφειδώς νέα ακούσματα.
Λοιπόν, οι Afghan Whigs είναι από αυτά τα σχήματα που έσκασαν τότε μύτη, αφοσιώθηκαν σε ένα δικό τους μουσικό στυλ, δεν πούλησαν και πολλά δισκάκια, έριξαν έναν περίπατο στην πόλη των θνητών πολυεθνικών και μισοπεθαμένων διόδων του θεάματος και εξαφανίστηκαν το 2001 από προσώπου γης. Για την ακρίβεια, στη συνέχεια ο τραγουδιστής με πελλοπονήσια φλέβα, Greg Dulli, έφτιαξε τους The Twilight Singers και τους Gutter Twins κερδίζοντας επάξια ορισμένα φώτα δημοσιότητας, αλλά αυτό είναι μια άλλη εντελώς διαφορετική rock & roll ιστορία.
Οι AW είχαν αυτό το κάτι που χτύπαγε κέντρο στον εγκέφαλο και στις αισθήσεις, κάτι που σε έκανε να νιώθεις τη μουσική τους ως κάτι δικό σου, κάτι που απευθυνόταν μόνο σε σένα. Της ακροάτριας η καρδιά, βέβαια, είναι μια άβυσσος, πότε κόλαση και πότε ο παράδεισος και η μπάντα σίγουρα ταίριαζε στην πρώτη επιλογή. Ιδανικοί κανταδόροι προς τη μεριά μπαλκονιών που κοιτάνε το σκοτάδι με το πανκίζον, soul, περίτεχνο είδος που έπαιζαν, ήταν καταραμένοι να κολλήσουν ως μουσική εμμονή μόνο σε έναν άγνωστο αριθμό μοναχικών υποκειμενικοτήτων.
Σίγουρα η τωρινή επανεμφάνισή τους δεν θα είναι όπως η πρώτη φορά, αλλά κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει μ’ ένα συγκρότημα όπως αυτό. Ευκαιρία λοιπόν να ρίξουμε μια ματιά στην χρυσή τριπλέτα δίσκων που κυκλοφόρησαν μεταξύ ’91 – ’96, αναδεικνύοντας εκείνα τα πλούσια χαρακτηριστικά που αποτέλεσαν την σφραγίδα του σχήματος από το Cincinnati.
Congregation_1992 (sub pop)
Το εξώφυλλο απεικονίζει μια μαύρη γυμνή κοπέλα να αγκαλιάζει ένα κατάξανθο εξίσου γυμνό αγοράκι. Πιστή μεταφορά της μαύρης μουσικής ως μητέρας με το νεογέννητο να έχει τα χαρακτηριστικά της αντίστοιχης λευκής. Το αυτοκόλλητο πάνω στη γωνία γράφει για μια προειδοποίηση περί της επόμενης βόμβας που πρόκειται να σκάσει από την sub pop, εννοώντας αυτήν μετά τους Nirvana. Η αρχή όμως δεν περιλαμβάνει κιθαριστικούς ορυμαγδούς και απονενοημένες κραυγές, αλλά μια γυναικεία φωνή μαζί μ’ εκείνη του Dulli να σιγοτραγουδά για καλέσματα και ανομολόγητα μυστικά πάνω σε μια σύντομη ελεγεία.
Η συνέχεια αποκαλύπτει περίτεχνες συνθέσεις, μελωδίες και ήχους που προσπαθούν να απεγκλωβιστούν από τον συγκεκριμένο μονοδιάστατο ήχο της σκηνής τότε και τη φωνή του Dulli να καθοδηγεί κάθε έκρηξη του δίσκου. Μπορεί να είναι μόνο η αρχή της αναγνώρισης του συγκροτήματος, μετά το ουσιαστικό ντεμπούτο τους την προηγούμενη χρονιά με τίτλο Up In It, αλλά εμπεριέχονται όλα εκείνα τα στοιχεία που θα δουλευτούν σε βάθος στην συνέχεια, τα οποία μεταμορφώνουν τα τραγούδια τους σε καθηλωτικά βαρίδια.
Υπάρχει κάτι το μαγικό, όταν η δεύτερη πλευρά του δίσκου είναι περισσότερο ριψοκίνδυνη, πιο αποκαλυπτική και βαθύπνοη από την πρώτη ή όταν το κρυμμένο τραγούδι στο τέλος της μουσικής περιπλάνησης, αναδεικνύεται ως μια από τις πιο εθιστικές στιγμές του album. Ο κύβος ερρίφθη για τα καλά.
Gentlemen_1993 (sub pop)
Πρόκειται για μια συμφωνία κυρίων. Είτε περνάς στην πλευρά του ανέμου για να σε μπάσει στο κόλπο με όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά, είτε απομακρύνεσαι χωρίς κόστος. Αν όμως περάσεις, δεν γίνεται να μην βυθιστείς μέσα του, κοκαλώνοντας στη θέση σου, υποτασσόμενος ολοκληρωτικά στις μουσικές ορέξεις του group.
Το να απεικονίσει κάποιος ή κάποια σε λέξεις ή να περιμαζέψει τις σκέψεις μέσα σε αυτήν την -κατά μια έννοια- συναισθηματική επίθεση, είναι τρελά δύσκολο και ίσως αδύνατο. Είναι αυτές οι μελωδίες που μαζί με τους αριστουργηματικούς ρυθμούς, γεμίζουν τον χώρο με καπνούς και συννεφάκια ανομολόγητων σκέψεων. Τι άραγε να ψελλίσουμε για αυτούς τους στίχους και αυτήν τη φωνή που ερμηνεύει κρυφές σκέψεις, αναμνήσεις και χαμένες επιθυμίες;
Το Gentlemen δεν ακούγεται απλά ως ένα μοναδικό album στο ύφος του, απλά βιώνεται ως μια κατάθεση αληθειών και ψεμάτων που λειτούργησαν ως αντίβαρο σε αυτές. Πολύ απλά όταν ο Dulli τραγούδα “This Must Be What Jail Is Really Like”, ξέρει πολύ καλά πώς να το εκφράσει, αφού έχει κάνει και ο ίδιος φυλακή στα νιάτα του. Όταν τραγουδά για χαμένους έρωτες ή κερδισμένες απιστίες, είναι αυτός πρώτα που τα έχει βιώσει στο δέρμα του.
Το ζευγάρι των παιδιών στην φωτογραφία του εξώφυλλου στιγματίζει με το βλέμμα του ό,τι περικλείεται στην εσώκλειστη μουσική. Πώς μέσα σε ένα χρόνο κατάφερε να μεγαλώσει τόσο το μωρό του προηγούμενου δίσκου; Θα πάει στην κόλαση για τις αμαρτίες που ήδη διέπραξε; Τέτοια διαολεμένη μουσική η οποία ταυτόχρονα χτυπάει μέσα βαθιά σαν ένας δεύτερος αλλόκοτος χτύπος, δεν γίνεται να παραμείνει ατιμώρητη.
Black Love_1996 (sub pop – Elektra)
Μια ημιτελής noir ταινία που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Μια μαύρη αγάπη που άνθισε και μαράθηκε εκτός τόπου και χρόνου. Εδώ η μπάντα βάζει τα καλά της, πλαισιώνεται από πλήθος extra μουσικών, η μεγάλη εταιρία την υποδέχεται στις αγκάλες της και άλλο ένα album πλούσιο σε ξεσηκωτικά grooves και καταραμένα μελωδικά ξεσπάσματα είναι γεγονός.
Αρκετός κόσμος και στα μέρη μας αρχίζει να τους γνωρίζει, αν και η γενικότερη εμπορική επιτυχία παραμένει κάτι μακρινό και ίσως ξένο. Η αλήθεια είναι πως ενώ αυτός ο συνδυασμός soul με rock αποτελεί μια καυτή και προσοδοφόρα συνταγή, η ανορθόδοξη εκτύλιξη των συνθέσεων, οι πραγματικά σκοτεινοί στίχοι και η φωνή του τραγουδιστή που ανεβάζει ένταση κλιμακωτά σε κάθε σχεδόν δυνατό κομμάτι του δίσκου, καταλήγουν σε μια μουσική μη οικεία προς τις «μάζες».
Η συνέχεια αποδεικνύει πως το Black Love ήταν το τελικό σημείο που θα μπορούσαν να φτάσουν ως μπάντα με το επόμενο και τελευταίο τους album, το 1965, να αποτελεί μια συλλογή εύπεπτων ως επί το πλείστο τραγουδιών που όφειλαν να υπακούσουν στις προσταγές της πολυεθνικής για εμπορική και μόνο επιτυχία. Δεν είναι όμως μικρό κατόρθωμα να έχεις να παρουσιάσεις τρεις στην σειρά δίσκους με τέτοιο βάθος και τόσο υψηλού επιπέδου μουσικής γραφής.
Μπάμπης Κολτράνης