Οι λέξεις είναι φτωχές, αλλά οι εικόνες τις χρειάζονται. Όχι μόνο για να ειπωθεί το ανείπωτο, αλλά για να αποκαλυφθεί αυτό που στην περίπτωση του Ολοκαυτώματος προοριζόταν να μείνει θαμμένο στα τρίσβαθα της ιστορίας. Η σημερινή μέρα είναι ημέρα μνήμης για τα θύματα της βιομηχανίας του θανάτου που εγκαθίδρυσε το ναζιστικό καθεστώς με τη συνεργασία πολλών οπαδών του στις χώρες που στρατιωτικά προέλασε κατά τη διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Τέτοια μέρα το 1945 άνοιγαν οι πύλες των πρώτων στρατοπέδων συγκέντρωσης από τον ρώσικο στρατό κάνοντας ορατά από όλο τον κόσμο τα απομεινάρια μιας φρίκης που δύσκολα αναπαρίσταται με λόγια. Αυτά τα λόγια, όμως, αυτών που την έζησαν είναι αυτά που οφείλουμε να προστατέψουμε όχι μόνο σήμερα, αλλά και για πάντα. Όχι μόνο για το τι συνέβη τότε που πλέον οι ιστορικές μελέτες έχουν αποκαλύψει με εμφατικό τρόπο, αλλά και για το σήμερα όπου χλευάζοντας την ιστορία συναντάμε πολλά κοινά σημεία με το τότε ως προς την απαξίωση των ζωών των άλλων, την επέλαση του ρατσιστικού λόγου και τον γενικότερο ευτελισμό την ανθρώπινης ύπαρξης.
Τα τρία έργα, βασικά δύο ντοκιμαντέρ και μια ταινία, που ακολουθούν δεν ασχολούνται απλώς με το Ολοκαύτωμα, αλλά βάζουν το δικό τους λιθαράκι ως προς την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας και συγκλονίζουν με τον προσεκτικό τρόπο που το κάνουν. Ιστορικά προηγείται η προσπάθεια του Alain Resnais, καθώς συγκροτήθηκε μόλις το 1956 και περίπου δέκα χρόνια μετά την λήξη του πολέμου και την αποκάλυψη των φρικαλεοτήτων από την πλευρά των ναζί. Οι μνήμες ήταν ακόμη νωπές και ως εκ τούτου φαντάζει λογικό ο σκηνοθέτης και η ομάδα του από τη μια να θέλουν να προκαλέσουν ένα σοκ στη κοινή γνώμη με την αποκάλυψη της ιστορίας όπως αυτή συνέβη προβάλλοντας σκηνές αμέτρητων πτωμάτων και από την άλλη να υποπίπτουν σε ορισμένα ιστορικά βεβιασμένα λάθη (βλ. τα λεγόμενα σαπούνια που δεν ήταν ο κανόνας και ο ρόλος των Capo, των υπευθύνων των Sonderkommando, που δεν ήταν τόσο ξεκάθαρος, αν όχι εφάμιλλος των υφισταμένων του μελλοθάνατων). Το μισάωρο ντοκιμαντέρ πάντως εντυπωσιάζει όχι μόνο με την αφοπλιστική ειλικρίνεια του, αλλά και με την ανάδειξη του Ολοκαυτώματος ως μια πτυχή της παγκόσμιας ιστορίας που δεν έχει κλείσει, αλλά που παραμονεύει πίσω από κάθε αυταρχική προσταγή που υποτιμά την έννοια άνθρωπος.
Το Shoah του Claude Lanzmann ολοκληρώθηκε το 1985 μετά από δέκα χρόνια διεργασιών και ομολογουμένως δεν αναπαριστά απλώς την ιστορία των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, αλλά την σφραγίζει με το πλήθος των ιστορικών μαρτυριών. Καθώς διαρκεί πάνω από οκτώ ώρες παραθέτει εξιστορήσεις από την πλευρά και των θυμάτων και των θυτών, διαχωρίζοντας τους με σαφή σκηνοθετικό τρόπο. Καταπιάνεται με όλες τις πτυχές και τα μέρη της ιστορίας φτάνοντας ακόμη και στον ελλαδικό χώρο, συγκεκριμένα στην Κέρκυρα, όπου σκιαγραφεί αυτό που συνέβη εκεί με τους Εβραίους κατοίκους και τον εκτοπισμό τους στον ματωμένο Βορρά.
Ως εγχείρημα το Shoah περικλείει τεράστια τόλμη αντικρίζοντας στα μάτια το τέρας του ναζισμού χωρίς να σταματά και στις ευθύνες όλων όσων σιώπησαν, αργοπόρησαν ή υποβάθμισαν όλο αυτό που συνέβαινε κατά κύριο λόγο στους Εβραίους. Για αυτό το λόγο, μεταξύ πολλών άλλων, είναι το απόλυτο ιστορικό αρχείο πάνω στο συγκεκριμένο θέμα.
Το σινεμά δυστυχώς έχει καταπιαστεί αρκετές φορές με το Ολοκαύτωμα με τρόπο που ωραιοποιούσε ή περιχαράκωνε την ιστορική του αλήθεια. Προφανώς είναι ανεξάντλητη η σχετική φιλμογραφία, αλλά ξεχωρίζει η σχετικά πρόσφατη ταινία του László Nemes Ο γιος του Σαούλ που αποτελεί μια ωμή αποτύπωση της ζωής και του θανάτου στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το σενάριο και η σκηνοθεσία φαντάζουν σαν να πάτησαν στο ιστορικό βιβλίο του Vasili Grossman Η κόλαση της Τρεμπλίνκα, της πρώτης ιστορικά απόπειρας να ψηλαφιστεί το σχετικό θέμα. Μάλιστα, μπορεί το σενάριο να μην είναι πραγματικό, αλλά εμπεριέχεται σκηνή που παραπέμπει στις μοναδικές φωτογραφίσεις των κρεματόριων εν ώρα φρικαλέους δράσης. Δεν υπάρχει, όμως, ούτε μια σκηνή που να μην αποτυπώνει πιστά τις ιστορικές μαρτυρίες που έχουν ήδη κατατεθεί (βλ. Shoah), κάνοντας το φιλμ ένα είδος ντοκιμαντέρ όπου όση σημασία έχει η πορεία της πλοκής, άλλο τόσο και ακόμη περισσότερη έχει η απεικόνιση της ιστορικής αλήθειας των στρατοπέδων.
Μπάμπης Κολτράνης