“The music you listen to becomes the soundtrack of your life”
Michael Bloomfield, από συνέντευξη που δόθηκε στις 13Φεβρουαρίου 1981, δύο ημέρες πριν βρεθεί νεκρός από υπερβολική δόση
«Οι βιβλιόφιλοι (όχι οι βιβλιολάγνοι) διαπιστώνουν με τα χρόνια ότι όλο και λιγότερα από τα βιβλία τους σημαίνουν πραγματικά κάτι γι’ αυτούς. Όταν συναισθανόμαστε πόσο εφήμερη είναι η αγάπη μας για τα περισσότερα βιβλία που μας άρεσαν, καταλαβαίνουμε καλύτερα τι χρωστάμε σ’ εκείνα τα λίγα άλλα που θέλουμε ακόμα να μας συντροφεύουν. Η βιβλιοθήκη του ώριμου φιλαναγνώστη δεν θα έπρεπε να γεμίζει, αλλά να αδειάζει»
Δημοσθένης Κούρτοβικ,«Βιβλιοθήκες», Αντιλεξικό Νεοελληνικής Χρηστομάθειας
Θυμάμαι έναν συμφοιτητή μου,κάπου δώδεκα χρόνια πριν – εποχή που τα κατεβασάδικα ήταν ακόμα σε πολύ πρώιμο τεχνολογικό στάδιο, και δεν υπήρχε καν YouTube – όταν μέσω γνωστού (μέσω ενός άλλου γνωστού, μέσω ενός παράλλου γνωστού, ad nauseam, όπως κάθε αξιοπρεπής αστικός μύθος) απέκτησε μια δισκέτα που είχε μέσα ένα αρχείο Excel, στα κελιά του οποίου ήταν γραμμένα ονόματα συγκροτημάτων,με τους τίτλους των δίσκων τους στο αντίστοιχο διπλανό κελί. Υποτίθεται ότι αφού θα σημείωνε με κάποιο τρόπο τα συγκροτήματα και τους δίσκους που ήθελε, θα επέστρεφε τη δισκέτα, και ο γνωστός γνωστού θα αντέγραφε τους δίσκους (ή όπως λέγαμε τότε, θα τους έκαιγε σε cd) έναντι κάποιας μικρής αμοιβής. Μιλάμε για εκατοντάδες ονόματα και τίτλους, απ’ τους οποίους δεν είδα παρά μόνο μερικές δεκάδες, σ’ ένα βιαστικό σκρολάρισμα, το οποίο με έπεισε ότι πρώτον, το εύρος επιλογών ήταν υπερβολικό, άρα υπερβολικά τυχαίο ως προς το αν εντέλει θα μου άρεσε ή όχι ένα συγκρότημα ή ένας δίσκος, που πρακτικά σήμαινε ότι δεν ήξερα τι να διαλέξω, και δεύτερον – ως άμεση απόρροια του πρώτου – αν επιχειρούσα την σωρηδόν προμήθεια αντιγραμμένων cd, το πλήθος τους θα ήταν αποτρεπτικό ως προς το ουσιαστικό άκουσμα και την αξιολόγηση της κάθε δουλειάς ξεχωριστά. Ο συμφοιτητής μου, πάντως, ξεχώρισε γύρω στους τριακόσιους τίτλους ∙ ουδέποτε έμαθα αν τους προμηθεύτηκε, λίγο αργότερα χώρισαν οι δρόμοι μας, άνευ επεισοδίων μεν, αλλά με οριστική ψύχρανση των σχέσεων μας.
Φέρνω στον νου μου κι έναν άλλο φίλο μου, που συλλέγει βινύλια περίπου τριάντα χρόνια τώρα. Οι γνωστοί γνωστών κυκλοφορούσαν κάποτε μια φήμη για το άτομο του, σύμφωνα με την οποία όταν σπούδαζε στο εξωτερικό, εξοικονομούσε χρήματα για τις βινυλιακές του εξορμήσεις αποφεύγοντας να φάει. Ο ίδιος απέκλεισε οποιοδήποτε ψήγμα αλήθειες στην φήμη αυτή ∙ ωστόσο, παρά την πλούσια συλλογή του, δεν θυμάμαι ποτέ να τον είδα να αγοράζει ή να προμηθεύεται κάποιον δίσκο που δεν του προξενούσε ενδιαφέρον. Δεν θα έπαιρνε κάτι μόνο και μόνο για να το έχει, ή για να συμπληρώσει κάποια δισκογραφία, ή επειδή κάποια στιγμή θα γινόταν – τεχνητά ή πραγματικά – σπάνιο κομμάτι.
Για τις προηγούμενες γενιές των ανθρώπων του 20ου αιώνα, η μουσική που άκουγες – ή που έπαιζες –ήταν κάτι πολύ περισσότερο από το soundtrack, το μουσικό χαλί που έπαιζε στο βάθος καθώς προχωρούσε ο βίος ∙ η μουσική χρησίμευε κι ως δηλωτικό του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του ακροατή, αλλά κι ως σταθερό σημείο αναφοράς για μια ευρύτερη στάση ζωής – κι ήταν και τότε βασικές οι διαφορές μεταξύ των μουσικόφιλων και των αλεξιπτωτιστών του εκάστοτε μουσικού ρεύματος, δηλωτικού μιας συγκεκριμένης ηλικιακής περιόδου, που θα μετατρεπόταν σε ανάμνηση αλλοτινών καιρών καθώς ερχόταν η ωριμότητα της ηλικίας. Ακόμη και σήμερα, που η διάχυση των διαφόρων μουσικών σε ευρύτερο καταναλωτικό ακροατήριο έχει αποδεσμεύσει τις μουσικές από διάφορα προκαθορισμένα – σε παλιότερες εποχές – πρότυπα συμπεριφοράς (αλλά και εξωτερικής εμφάνισης), ο μουσικόφιλος διαφέρει δομικά από τον μουσικολάγνο (κατά τα πρότυπα του βιβλιολάγνου στο παραπάνω απόσπασμα του Κούρτοβικ): ο μουσικόφιλος δεν ετεροκαθορίζεται από την μουσική που ακούει ∙ ο μουσικόφιλος δίνει ο ίδιος νόημα στα ακούσματα του –αυτή είναι και η ουσία του εκάστοτε “soundtrack of your life”. Ο μουσικολάγνος απλά συσσωρεύει πράγματα, δίσκους, cd, κασέτες, λατρεύοντας και εμμένοντας, επί της ουσίας, σ’ ένα πουκάμισο αδειανό, σ’ έναν διαρκή ετεροκαθορισμό που ορίζεται από την επιφάνεια, κι όχι από την ουσία που περικλείεται μέσα στα πράγματα, αδυνατώντας να διαπιστώσει, ή να παραδεχτεί, το γεγονός ότι κάθε τι υφίσταται και διαμορφώνεται υπό συγκεκριμένες συνθήκες, ιστορικές,κοινωνικές, ή οποιεσδήποτε άλλες – κι ότι είναι εξίσου θεμιτό ενίοτε να αλλάζουν κι οι νοοτροπίες με την παρέλευση των συνθηκών, ή ότι η εμμονή σε καταστάσεις και πράγματα που έχουν απέλθει, ενίοτε αντί να αναδεικνύει την αξία τους, στο τέλος τα ευτελίζει. Ή, εξίσου συχνά, λειτουργεί ως τέλεια δικαιολογία για τον συντηρητισμό ενός ένδοξου παρελθόντος και μιας αυτοεκπληρούμενης παρακμής.
ΑΤΜ