Γιατί διάολε δεν ακούν Einstürzende Neubauten εδώ;

Πόσος χρόνος χρειάζεται για να γνωρίσεις μια πόλη; Για να την αγαπήσεις ή να τη σιχαθείς, να τη ζυγίσεις και να την αποδεχθείς; Κανείς δεν ξέρει, οπότε μένουν τα ερεθίσματα για να διαφωτίσουν σκόρπιες σκέψεις πάνω σε ακόμη πιο σκόρπια βλέμματα στα πρόσωπα της εκάστοτε πόλης. Σημαδεμένη από μια ευχή και κατάρα μαζί, που της έδωσε η Ιστορία, το Βερολίνο διαθέτει πλήθος εικόνων που σίγουρα στην αρχή αποπροσανατολίζουν τον οποιοδήποτε. Τι άραγε συμβαίνει όμως και σε μια πόλη με τεράστια -και όχι τόσο περασμένη χρονικά- παράδοση στις τέχνες, η αισθητική στον δρόμο (αφίσες, ντύσιμο, διαφημίσεις κλπ.) είναι άκρως θεαματική και απωθητική; Η έννοια της αισθητικής τίθεται ως μέτρο αντίληψης ενός χώρου μέσα στον χρόνο, δηλαδή ως προς το τι προκαλεί ως αίσθηση στους διαβάτες.

Άρα, πάλι γυρνάμε στους ίδιους τους ανθρώπους. Σε αυτούς που πέρασαν, αφήνοντας έργο που θαυμάζουμε στοιβαγμένο στα μουσεία της πόλης και σε αυτούς που ζουν σήμερα πλάθοντας τη νέα ταυτότητα της πόλης. Δεν χρειάζεται να παραθέσουμε ονόματα ή στοιχεία, για να αντιληφθούμε πως το Βερολίνο έζησε τη χρυσή του εποχή ανάμεσα στους δυο παγκόσμιους πολέμους. Μάλιστα φέτος, κλείνοντας μια πένθιμη επέτειο από την κατάληψη της εξουσίας από τους Ναζί, είναι διάσπαρτες σε αρκετά σημεία της πόλης ενημερωτικές κολώνες, όπου παρατίθενται σύντομες βιογραφίες προσωπικοτήτων της τέχνης, της επιστήμης και της πολιτικής, που είτε εκδιώχθηκαν, είτε εξοντώθηκαν από το ναζιστικό καθεστώς. Μια πληθώρα ανθρώπων που τα σημαντικά τους ονόματα δείχνουν πόσο πλούσια σε ιδέες ήταν η ατμόσφαιρα του Βερολίνου τότε. Ίσως η ανθρώπινη καταστροφή που επέφερε το καθεστώς να ήταν και ο τρόπος να διαχειριστεί η εξουσία τις παρενέργειες ενός επικίνδυνου μείγματος το οποίο είχε και πολιτικό υπόβαθρο, καθώς η πόλη έπεσε τελευταία, από τις υπόλοιπες της επικράτειας, στα χέρια του Χίτλερ.

Όλα αυτά υπήρξαν. Δεν χάθηκαν βέβαια, αλλά ούτε και αναβιώθηκαν. Δεν γινόταν αυτό άλλωστε, καθώς η διχοτόμηση που επήλθε μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου πολέμου έβαλε ουσιαστικά την πόλη σε μια γυάλα, σε ένα ειδικό καθεστώς, όπου όλα τα βλέμματα του κόσμου την αντιμετώπιζαν ως το σημείο μηδέν του ψυχρού πολέμου. Η Ιστορία γράφτηκε ξανά, αυτήν την φορά σε δυο εκ διαμέτρου αντίθετες παραλλαγές, ασφυκτικά σφηνωμένη στα σχέδια της εκάστοτε εξουσίας. Στην ζώνη που εκτεινόταν κατά μήκος του Τείχους και άνηκε στη Δύση εμφανίστηκαν πολλές ταραγμένες περίοδοι (όπως βέβαια και από την άλλη πλευρά).

Μέσα λοιπόν στο κλίμα της δεκαετίας του ’80, εμφανίστηκαν -πλήρως εναρμονισμένοι με το τι γινόταν γύρω τους, αλλά ταυτόχρονα μουσικά αποστασιοποιημένοι από τα πάντα- οι Einstürzende Neubauten. Μια μπάντα που πέραν όλων των άλλων, «επανεφηύρε» ηχητικά την γερμανική γλώσσα, καθώς τη χρησιμοποίησε με έναν τρόπο φυσικό στην μη-γερμανική μουσική της και τελικά πέτυχε να της προσδώσει λυρικότητα και μια φύση που φάνταζε πρωτότυπη απέναντι στα άλλα ελαφρώς αστεία παραδείγματα των αντίστοιχων ημεδαπών γερμανόφωνων συγκροτημάτων. Μέσα από τη βία των δρόμων και το κίνημα των καταλήψεων ταυτόχρονα η μπάντα φάνταζε εξωγήινη με αυτήν την πειραματικότητά της που δεν ταίριαζε στην punk και new wave εποχή. Κατάφερε όμως και στάθηκε στο πέρασμα των χρόνων, ανοίγοντας νέα μουσικά μονοπάτια για την ίδια, μη βρίσκοντας αρκετούς μιμητές, και εν τέλει εντάχθηκε με τον τρόπο της στην κραταιά μουσική βιομηχανία. Περιέργως, όμως, φαντάζει σαν κανείς να μην ακούει αυτήν την μπάντα στα μέρη που αυτή δραστηριοποιήθηκε. Μήπως η μουσική της απλώς ξεπεράστηκε (ως προς αυτά που πέτυχε) ή απλώς δεν ταιριάζει στο νέο κλίμα της πόλης;

Η απάντηση κλίνει προς τη δεύτερη επιλογή και βρίσκεται ανασαίνοντας την βερολινέζικη ατμόσφαιρα. Πλέον αυτός ο βιομηχανικός και εκρηκτικός ήχος που στην πρώτη του έκδοση απηχούσε τον θόρυβο που παράγουν τα επεισόδια στην πόλη μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας δεν αντιστοιχεί πουθενά στο σήμερα. Σε κανένα κλίμα έντασης, πειραματισμού και ανάδειξης κάτι καινούργιου. Χωρίς διάθεση να εκφραστούν κάποια τελικά συμπεράσματα ως προς τις ποθητές απαντήσεις για την αποκρυπτογράφηση της πόλης αυτής, φαντάζει σαν όλο αυτό το ελευθεριακό κλίμα που συνεχώς επικαλείται να ελέγχεται πλήρως από την εξουσία σε κάθε του όψη. Από το πώς λαμβάνουν χώρα τα διάφορα φεστιβάλ και αν ξεφεύγει κάτι από το Θέαμα, από το πού και το πώς ζουν συγκεκριμένες τάξεις και ομάδες της πόλης, εκτείνεται ένα οριοθετημένο περιβάλλον όπου τίποτα δεν ξεφεύγει. Ναι, η διακριτικότητα και η ανεκτικότητα των κατοίκων είναι δεδομένη. Πάντα όμως ως ένα σημείο που από πριν προβλέπεται. Για παράδειγμα, το να ξεπεράσεις τον ρόλο του επισκέπτη της πόλης δεν συναντά τις περισσότερες δυσκολίες στη δικιά σου στάση απέναντι της, αλλά στη στάση των άλλων που έχουν από πριν μια συγκεκριμένη ανάγνωση του κάθε ατόμου που έρχεται στην πόλη. Αυτού που πάντα αντιμετωπίζεται ως περαστικός, άρα μη μόνιμος, ώστε να αξίζει τα ίδια δικαιώματα με τους υπόλοιπους, θεσμικά ή μη. Κάποιος ο οποίος οφείλει να ελέγχεται συνεχώς, μην τυχόν και ξεπεράσει τα εσκαμμένα και παρεκτραπεί η καθημερινότητα.

Όλα αυτά μέσα σε ένα περιβάλλον όπου μπορείς να δεις ό,τι περίεργο μπορείς να φανταστείς, αλλά ποτέ κάτι που θα φάνταζε επικίνδυνο (βλ. π.χ ένα ντου σε μια συναυλία). Μπορείς να δεις χιλιάδες αλλόκοτα αυτοκόλλητα στην πόλη, αλλά πολύ σπάνια θα συναντήσεις κάποια πολιτικά μηνύματα ή αφίσες σε σημεία που θα σου προκαλούσαν έκπληξη (π.χ. κεντρικές πλατείες). Μια πόλη που αρχικά φαντάζει απρόβλεπτη, αλλά στην συνέχεια αυτό το στοιχείο είναι θεμελιωδώς προβλέψιμο, από πριν οριοθετημένο. Κάτι που δεν θα ήταν άστοχο να το δεχτούμε ως την πραγματικότητα κάθε καπιταλιστικού κέντρου, εννοείται με τις εκάστοτε σημαντικές παραλλαγές.

Βέβαια υπάρχει ένα στοιχείο που δείχνει μια άλλη πλευρά της πόλης. Αυτό είναι, πέρα από τα τεράστια πάρκα που σπάνε την οικιστική μονοτονία, η μη οριοθετημένη ρυμοτομία της, η οποία ακόμη κρατά καλά παρ’ όλα τα επεμβατικά σχέδια της επελαύνουσας ανάπλασης. Στο Βερολίνο συναντάς κυρτές γωνίες, παράλληλους που τέμνονται και άπειρους τρόπους να χαθείς στην πρώτη λαθεμένη στροφή. Ίσως αυτό να υπάρχει ως μια ανάσα σε μια καθημερινότητα εξόχως αυστηρή, η οποία όμως διαθέτει τα δικά της τρωτά σημεία που περιμένουν τα ρήγματα ενός μέλλοντος που ακόμη δεν μπορούμε να προβλέψουμε.

 

Μπάμπης Κολτράνης

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.