Αθώες πόζες σε έναν κυκεώνα διαφημίσεων, στοίβαγμα μουσικών, πληροφοριών, αναμνήσεων, συμπεριφορών, σιωπών. Μέσα στον κόσμο του Ιnternet όλα διατίθενται σε μεγάλες ποσότητες, έτοιμα προς κατανάλωση πάνω σε εικονικά ράφια. Απέναντι σε όλα αυτά, το «παράνομο» κατέβασμα αρχείων που είχε λάβει επιδημικές διαστάσεις παντού φάνηκε να αποτελεί ένα αγκάθι στην κανονιστική ροή των εμπορευμάτων και των προτύπων που αυτά παράγουν. Ίσως ακουστεί υπερβολικό, αλλά η υποκλοπή ενός Χ αρχείου που ανήκει σε μια εταιρεία που εμπορεύεται π.χ. μουσική, θα μπορούσε να θεωρηθεί μια πρωτόλεια επαναστατική διαδικασία. Ατομική μεν, συλλογική με χαρακτηριστικά μοιράσματος δε. Χωρίς να παραγνωρίζουμε το γεγονός πως αυτοί που διαχειριζόντουσαν τους έκνομους διαδικτυακούς χώρους αποκόμισαν αστρονομικά κέρδη, η όλη κατάσταση θα μπορούσε να παρομοιαστεί με το άνοιγμα των θυρών ασφαλείας των καταστημάτων και την αρπαγή κανονικών προϊόντων.
Κάθε χρήση μπορεί να οδηγήσει σε κατάχρηση, ακόμα και σε αχρησία. Οι μεταβολές, όταν είναι ραγδαίες στον τρόπο με τον οποίο βιώνουμε το καθετί, δεν έρχονται ποτέ με ομαλό τρόπο. Πέρα όμως από τη σωρεία προβληματικών, δεν παύει όλο αυτό το οργιώδες πλιάτσικο μέσω του οποίου, στα πλαίσια που αναφέρουμε, έγινε πράξη το σύνθημα «όλα για όλους», να αποτέλεσε ένα σκαλί περαιτέρω αναζητήσεων και ευρύτερης απόκτησης γνώσεων. Τα προνόμια που προσέφερε η βιομηχανία, όπως η διακίνηση των ιδεών και η ευρεία απήχηση ενός έργου, γινόντουσαν βορά σε οποιονδήποτε είχε ένα πληκτρολόγιο και μια σύνδεση Ιnternet.
Η υποχωρητικότητα των εταιρειών μπροστά στα νέα ήθη υπήρξε απλώς για να προετοιμαστεί πιο εμπεριστατωμένα η αντεπίθεσή της. Το στοίχημα που ομολογουμένως δεν χάθηκε σε καμία στιγμή ήταν και παραμένει ο έλεγχος από την μεριά τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η έννοια του ελέγχου σήμερα δεν αποκτά όρους εμφανούς ολοκληρωτισμού παραπέμποντας σε εικόνες του παρελθόντος. Αρκεί η τήρηση της ειρήνης στις αγορές, εν μέσω ή και έξω από κρίσεις του συστήματος, για να παραμένει κυρίαρχη η οικονομία και οι φορείς της. Απλό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση των super market όπου το οικονομικό μέγεθος των κλοπών από μεμονωμένους φτωχοδιάβολους, παραμένει ένας σταθερά υπολογίσιμος παράγοντας που συμψηφίζεται με τα κέρδη της εκάστοτε εταιρείας. Εφόσον τα «όρια» τηρούνται, τα κέρδη παραμένουν εγγυημένα.
Ίσως προκαλεί απορίες η αντιστοιχία της αγοράς υλικών καταναλωτικών αγαθών με κάτι που αφορά την γνώση ή την τέχνη η οποία διατίθεται εμπορεύσιμη ή μη στο Διαδίκτυο. Το διακύβευμα παραμένει όμως παντού το ίδιο και αυτό είναι η στρατηγική της προάσπισης των συμφερόντων της βιομηχανίας, στην περίπτωση μας, του θεάματος. Ξεκινώντας από το τέλος ας δούμε μερικές μεταβολές οι οποίες επήλθαν τα τελευταία χρόνια ως αποτέλεσμα της αντεπίθεσης της βιομηχανίας στην οποία αναφερθήκαμε. Το 2005, ο ένας στους πέντε χρήστες του Διαδικτύου κατέβαζε μουσική παράνομα. Εμπειρικά, μάλλον συγκρατημένο φαντάζει αυτό το νούμερο, αν και παραμένει σαφώς μεγάλο. Ενώ θα περίμενε κάποιος αυτό το ποσοστό να αυξηθεί ή τουλάχιστον να σταθεροποιηθεί, εφόσον υποτίθεται πως αυτή η ελευθερία κατεβάσματος συνήθως είναι είτε μεταδοτική είτε εθιστική, τα νούμερα λένε το αντίθετο. Το 2011, μόνο το 13% κατέβαζε με παράνομο τρόπο αρχεία και σύμφωνα με μελέτες το ποσοστό αυτό προσεγγίζει πλέον το 10%.
Όσον αφορά τον χώρο της μουσικής, υπάρχει η άποψη πως 20-30 χρόνια διαρκεί ο κύκλος ενός μέσου αναπαραγωγής της, βλ. δισκάκι, κασέτα, βινύλιο, cd. Αυτά όμως τα σχήματα αναλογούν πλέον στο παρελθόν. Σήμερα φαντάζει φυσιολογικό να υπερνικούν π.χ. το 2011 τα νόμιμα download τα αντίστοιχα νούμερα πωλήσεων των cd και το 2012 τα πρώτα να είναι σε πτώση. Η ταχύτητα είναι το παν, ως προς την εξέλιξη και την κυκλοφορία των εμπορευμάτων μέσω και των συνεχών τεχνολογικών αλμάτων.
Αν λοιπόν έχει χαρακτηριστεί (και δικαίως) η χρονιά που μας πέρασε ως η κατ’ εξοχήν χρονιά όπου το παράνομο κατέβασμα δέχθηκε τα πιο ισχυρά πλήγματα από τη βιομηχανία του θεάματος, μπορούμε να ισχυριστούμε πως ό,τι έχουμε δει είναι μόνο η αρχή. Καθώς τα λάθη του χτες πρέπει να γίνουν μάθημα, το μεγάλο στοίχημα είναι η ευελιξία και η σύνδεση του κάθε, φαινομενικά άσχετου, πρωτοεμφανιζόμενου τεχνολογικού επιτεύγματος με τα πάντα γύρω του. Περνάμε λοιπόν στο στάδιο όπου δεν χρειάζεται ο άλλος να καταναλώνει προϊόντα συσσωρεύοντάς τα, αλλά να μπαίνει στην ουρά των μελών ορισμένων συγκεκριμένων διαδικτυκών τόπων, όπως αυτὠν που αναφέρουμε στη συνέχεια. Έχοντας όσα θα ήθελε ποτέ σε ένα μικρό πραγματάκι σήμερα, ασχέτως αν αύριο αυτό θα είναι παντελώς άχρηστο περιμένοντας να αντικατασταθεί από το επόμενο. Κρατιέται δηλαδή ο πυρήνας του καταναλωτικού ατόμου που όσο καταναλώνει τόσο περισσότερο νιώθει πως κάτι του λείπει, απλώς με άλλη μορφή.
Η δυναμική της χειραγώγης των “επιλογών” από πλευράς της βιομηχανίας (του θεάματος) φάνηκε ξεκάθαρα στην περίπτωση του Psy που κατόρθωσε να γίνει ένα από τα μεγαλύτερα σουξέ πέρυσι σε παγκόσμια έκταση ξεκινώντας μάλλον ως φάρσα από το YouTube και ως τέτοια αναπαράχθηκε και διασκευάστηκε σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Το Youtube δεν αναφέρεται τυχαία. Από το 5% που άκουγε μουσική μέσω αυτού το 2011, το ποσοστό εκτινάχθηκε σε 36% το 2012! Ταυτόχρονα τα προγράμματα και τα σχετικά site όπου έβρισκε κάποιος/α ένα κάρο μουσική για να ακούσει, (βλ. streaming) ή να κατεβάσει, επεκτείνονται με ταχύτατους ρυθμούς. Τα γιγάντια νούμερα πάντα τρομάζουν, ειδικά όταν φανερώνουν μια πραγματικότητα στείρα, επαναληπτική, μιμητική και υπερκαταναλωτική. Για παράδειγμα το Spotify το οποίο είναι ένας καινούργιος σχετικά ιντερνετικός χώρος όπου διατίθεται μουσική, έχει φτάσει τα είκοσι εκατομμύρια χρήστες. Από αυτά το ¼ πληρώνει συνδρομή. Επίσης 425 εκατομμύρια κόσμος διαθέτει λογαριασμό στο ITunes όπου επίσης μπορεί κανείς/καμιά να ακούσει ή να κατεβάσει μουσική όχι βέβαια με το αζημίωτο.
Όσο η τεχνολογία επεκτείνεται, η αγορά οφείλει να οριοθετεί νέες καταναλωτικές συμπεριφορές και πρότυπα. Η ανάδειξη του Διαδικτύου ως του βασικού πλέον μέσου επικοινωνίας, είναι ο τρόπος για να ξεπροβάλλουν κάθε είδους νέα gadget ως απαραίτητα σύγχρονα αγαθά. Όσο για τους μη κατέχοντες ή τους ημιπαράνομους, οι επιλογές λιγοστεύουν και οι περιορισμοί πληθαίνουν.
Μπάμπης Κολτράνης