Δεν είναι να περιμένεις πολύ στο ψύχος έξω στο δρόμο, αν και βοηθά όχι μόνο να μη ζεσταίνεται η ευκολόπιοτη μπύρα, αλλά να κρυώνει κιόλας όλο και περισσότερο. Εισερχόμενος στο SO36 βρήκα μπροστά μου τέσσερις κατά σειρά πόρτες έχοντας την αίσθηση πως μπαίνω στα προπολεμικά καταφύγια, αν και ο σωματικός έλεγχος που μου έγινε παρέπεμπε σε γηπεδικές αναφορές. Η αίθουσα των κάθε λογής συνεστιάσεων, όπου όλως τυχαίως συνορεύει με ένα τούρκικο τζαμί, φέρνει στο νου, ως προς την έλλειψη ατελειών, χώρους συναυλιών που έχω κατά καιρούς δει σε βίντεο κλιπ-κονσέρβα ζωντανών ηχογραφήσεων. Η πραμάτεια των συγκροτημάτων είναι εκεί σε τσουχτερές τιμές, η αστρόμπαλα στη θέση της και, αν και αργεί λιγάκι, ο κόσμος φισκάρει τον χώρο και εν μέσω διαλόγων σε διάφορες γλώσσες (ιταλικά, ισπανικά, γερμανικά και κάτι σε σλάβικα) περιμένει ευλαβικά την απαρχή του συναυλιακού Γολγοθά.
Πρώτοι βγαίνουν οι Ιταλοί The Secret οι οποίοι, αν και δεν ταιριάζουν τα χνώτα μας, με το ελαφρώς black metal core που παίζουν, κρίνονται ως ευχάριστοι. Σειρά έχουν οι The Storm Of Light τους οποίους θυμόμουν ως support στους Mono πριν 4-5 χρόνια στην Αθήνα σε μια ψιλοαδιάφορη γενικά βραδιά. Τώρα ήταν ακόμη πιο μέτριοι και ακόμη πιο ανέμπνευστοι παίζοντας αυτό το doom sludge είδος με φωνητικά που οφείλει να εξαφανιστεί από τον πλανήτη.
Εκεί λοιπόν που η υπομονή μου πνέει τα λοίσθια και απορώ πως σε έναν χώρο όπου βρίσκονται 500 και βάλε άτομα μόνο έναν είδα να παίρνει μια τζούρα από το τσιγάρο του, αδυνατώντας να στολίσει με καπνίλα τον φρεσκοπλυμένο ρουχισμό μου, φτάνει η στιγμή που εναγωνίως περίμενα. Οι Touché Amoré εμφανίστηκαν μπροστά μας και αμέσως κατάλαβα πως θα βρισκόμουν στις πρώτες θέσεις συναγελαζόμενος με ομοϊδεάτες μου τραγουδώντας σχεδόν φαρσί κάθε στίχο των μανιασμένων τραγουδιών τους. Αυτό βέβαια δεν το σχεδιάζεις αλλά βγαίνει αυθόρμητα όπως η ίδια η μουσική η οποία, αν στο δίσκο ακούγεται συναισθηματικά κατακλυσμιαία, ζωντανά παιγμένη γιγαντώνεται. Επειδή δεν υπάρχει νόημα να περιγράψεις μια εμπειρία που απλά δεν περιγράφεται αλλά μόνο βιώνεται στο ακέραιο, θα μείνω στους πρότερους ευλαβικούς χαρακτηρισμούς για την μπάντα και στο ξεπέρασμα κάθε υψηλής προσδοκίας που είχα από πριν για το τι θα έβλεπα. Μια συγγνώμη μόνο στον τραγουδιστή ο οποίος, κάνοντας ορισμένες φορές το νταλαρικό ’80s κόλπο να δίνει το μικρόφωνο στον κόσμο για να τραγουδήσει τους στίχους, με έπιανε λίγο αδιάβαστο στα κομμάτια του ντεμπούτου τους. Μη μου κάνει πάσα τις κραυγές μόνο στα του δεύτερου περσινού τους δίσκου και του νέου τους κομματιού, κρίμα είναι.
Οι Converge είναι μια σχεδόν mainstream μπάντα με βάση τις πωλήσεις και την απήχησή τους στον χώρο ολόκληρης της σκληρής μουσικής, αν και αυτό που παίζουν το θεωρώ μη τυποποιημένο και αρκετά ψαγμένο. Για να είμαι ειλικρινής δεν κατέχω ολόκληρο το υλικό των εννιά, ζωή να έχουνε, δίσκων τους, ούτε καν ως αρχάριος. Πάντως για μία ώρα έδωσαν τα διαπιστευτήριά τους και με εξαίρεση μερικά καθαρά φωνητικά του τραγουδιστή τους που έφευγαν αλλού, διεκδίκησαν τον χαρακτηρισμό «αλάνθαστοι». Αυτός ο τύπος πάντως θυμίζει γιο Μορμόνων που κάτι του πήγε στραβά στο κατηχητικό και από τότε έχει βαλθεί να εξαπολύει φωνητικά πολλαπλές επιθέσεις στον καθωσπρεπισμό, πετώντας τα σοβαρά ρούχα του και φορώντας σχεδόν μέχρι το πηγούνι περίεργα τατουάζ. Είναι ίσως αυτό το επόμενο βήμα εναντίον του αμερικάνικου ονείρου όπου η στόχευση γίνεται επί των εσωτερικεύσεων και επί του προσωπικού. Τέλος καλό, όλα καλά σε μια βραδιά όπου υπήρχε γενική ευφορία, ανέλπιστα καλοί τρόποι μεταξύ των θαμώνων και μια αίσθηση ενθουσιασμού, παρ’όλο που και τα δυο κύρια συγκροτήματα μπορούν να τα απολαμβάνουν οι κάτοικοι της πόλης ανά οκτάμηνο.
Όσον αφορά το Luftbandcontest, ανάμεσα σε δυο jazz βραδιές που πέτυχα τυχαία σε μικρούς χώρους της πόλης, ομολογώ πως δεν έπιασα τον χιουμοριστικό του χαρακτήρα. Για τους εντελώς αδαείς όπως εγώ, το συγκεκριμένο -κατά μια έννοια- παιχνίδι αποτελείται από μια παραγγελιά, προαιρετικά περούκες και καλτ εμφάνιση, καθόλου όργανα και αρκετό παλιμπαιδισμό που μας κάνει να αναπολούμε τα παιδικά μας χρόνια, όταν κρατώντας το οτιδήποτε ως μικρόφωνο εκτελούσαμε μπροστά στον δύσμοιρο καθρέφτη και σε ένα αόρατο γεμάτο συναυλιακό χώρο τραγούδια που τυχαία πέρναγαν ξυστά από τα τότε άγουρα αυτιά μας (βλ. πάλι Νταλάρα).
Ενημερωτικά το συγκεκριμένο σπορ, ενώ διεθνώς ζει μεγάλες δόξες με πολυδιαφημισμένους διαγωνισμούς και αναγνωρισμένους superstars επαγγελματίες, στο Ελλαδιστάν πέρασε και δεν ακούμπησε. Ίσως αυτός ο τρόπος της διακωμώδησης του στησίματος των επιτηδευμένων καλλιτεχνών παντός είδους να μην κολλάει στα μέρη μας, μιας και εμείς το κάνουμε έτσι κι αλλιώς με πραγματικά μικρόφωνα και όργανα όταν είμαστε σε παρέα και σε κέφι. Ψιλοδουλειές θα κάνουμε τώρα;
Αυτά προς το παρόν. Σειρά έχουν οι γιορτές με κάτι ακατανόητα κέικ, με αληθινό χιόνι, ψεύτικους αγιοβασίληδες και υπερβολικές δόσεις Skype για να πούμε τις ευχές μας και τον πόνο μας. Στο επόμενο επεισόδιο θα προσπαθήσουμε να ψηλαφίσουμε το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι του Βερολίνου και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των «φαντασμάτων» που πλανούνται επίγεια και υπόγεια στην πόλη.
Viel spass!
Μπάμπης Κολτρἀνης